Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Ηχητικό Υλικό

ξεπατωμένος -η -ο

ο  … χωρίς πάτον. Η λέξη δεν έχει κυριολεκτική έννοια όταν αναφέρεται στον άνθρωπο. μτφ. λέγεται ως κατάρα ή ύβρις στα ζωηρά και στα απείθαρχα παιδιά: “Μωρέ ξεπατωμένο, να μη σ΄ εύρει ο χρόνος …” κυριολεκτική σημασία έχει σε σκεύη διάφορα, όπως βαγένια, τενεκέδες κτλ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος . . . Περισσότερα

ξεπατώνω

εξαφανίζω, εξολοθρεύω. φράση: “τα ξεπάτωσα όλα, μυρμήγκια και τις κατσαρίδες”. μτφρ.: “Εξαπατώθηκα στη δουλειά”, κουράστηκα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεπατώνω (ἐκ-πατέω -ῶ) = ἀποσπῶ τὸν πυθμένα (πᾶτον), διαρρηγνύω, φθείρω, καταστρέφω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ξορέξο

ορεχτικό, λιχουδιά, μεζές, συχνότερα στον πληθυντικό αριθμό “ξορέξα”

ὁρμ(η)νεύω

Ὁρμ(η)νεύω (ἑρμηνεύω) = νουθετῶ, συμβουλεύω, κάμνω συστάσεις. ὁρμνεύω / ὁρμηνεύω

ὁρμήνεια

Ὁρμήνεια /ἡ/ (ἑρμηνεία) = νουθεσία, συμβουλή, σύστασις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ορμήνεια, η : (ρ. ορμηνεύω, αρχ. ερμηνεύω) = η συμβουλή.Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

όρτη (η)

η κανονική, η ορθή όψη του υφάσματος. Το αντίθετο της όρτης είναι η ανάποδη. “Όταν φοράς τα ρούχα σου απ΄ την ανάποδη σε κοροϊδεύουν, σε λένε αφηρημένο και γρουσούζη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὄρτη /ἡ/ (ὀρθὴ) = ἡ ὀρθὴ ὄψις ὑφάσματος, ἐνδύματος κ.λπ. «γιὰ γύρσέ το . . . Περισσότερα

π΄γεντάω και ἀναπιεντάω και πιεντάω

λογαριάζω, υπολογίζω, σέβομαι, υπακούω. φράση: “Έχω κι αυτόν τον κόνσολα, π΄δε με πγεντάει καθόλου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Π(ι)γεντάω (Ἰ. pieta) = εὐλαβοῦμαι, σέβομαι, ὑπακούω, ἀκούω, ἐννοῶ, ἀντιλαμβάνομαι (συμπλ/κῶς). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ἀναπιεντάω καί πιεντάω = δέν σέ ὑπολογίζω γι᾿ ἀντίπαλο, δέν σέ ἀναπιεντάω . . . Περισσότερα

παπόρι (το)

το καραβάκι, που λέγεται άλλως και παπόρο ο θυμωμένος, ο αγανακτισμένος άνθρωπος. “Το ΄μαθα, χριστιανέ μου, κι έγινα παπόρι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παπόρι /τὸ/ (Ἰ. vapore) = ἀτμόπλοιον, ἄνθρωπος ἠγανακτισμένος, «μόλις τώμαθ’ ἐγίνκε παπόρι». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

παρόλα -ες

κουβέντα, συζήτηση, πειραχτικά λόγια. φράσεις: “πολλές παρόλες, βλέπω, έχετε …” – “Μου ρίχνει παρόλες, όταν με συναντάει, και δε θα τα πάμε καλά”. _ “Με σφάζει με τις παρόλες του” – Ασ΄τον αυτόνε, αν δεν πει την παρόλα του, θα σκάσει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λόγος . . . Περισσότερα

πεσωμένος -η -ο

ο ξαπλωμένος, ο αμέριμνα πεσμένος, για να περάσομε από κει τον σκουντάμε και του λέμε: “μάζεψε τα πεσωμένα σου” με σημασία  πειραχτική, αστειολογική. “Έβγαλε την πεσωμένη του … και δεν ντράπηκε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πεσωμένος -η -ο (πίπτω) = πεσμένος, ξαπλωμένος, κοιμώμενος, ἐκεῖνος ποὺ εὐχόμεθα ν’ . . . Περισσότερα

ρ΄πίζω (ρειπίζω)

κάνω κάτι ερείπιον, ή γίνομαι ερείπιο. (ρπίζω) φράσεις: “αφήσαμε το πατρικό μας σπίτι και ρείπισε τελείως” – “ο Τάδε, πάει πια, ερείπισε” (=κατέρρευσε λόγω γηρατιών). χύνω κάτω χρήσιμο πράγμα ή υγρό ή στερεό. “Μου ρ΄πίστηκε ο καφές” – “Το τσουβάλι με το σιτάρι ήταν τρύπιο, και ρειπίστηκε. Το σπείραμε στο . . . Περισσότερα

ρεντικολεύω και ρεντικολιάζω

γελοιοποιώ μια κατάσταση, προσπαθώντας να τη δυσφημίσω. “Το ρίχνω στο ρεντίκολο“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεντ(ι)κολεύω (Ἰ. ridicolo -are) = γελοιοποιῶ, ἐκθέτω, δυσφημίζω. Ρεντ(ι)κολιάζω (Ἰ. ridicolo -arsi) = φέρομαι γελοίως καὶ ἀναξιοπρεπῶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ρεπόμπο (το)

το ξυλοκόπημα δάρσιμο. φράση: “έφαγε το ρεπόμπο του κι έφυγε”. Απειλή: “φύγε γιατί θα φας κανένα ρεπόμπο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεπόμπο /τὸ/ (Ἰ. ri-pompare) = καταχέρισμα, ξυλοκόπημα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σ΄λατσάρω

κάνω σουλάτσο, δηλ. άσκοπο περίπατο. σουλατσαδόρος = ο αργόσχολος βολταριστής. “τοκιστής και σλατσαδόρος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(ου)λατσάρω (Ἰ. sollazzare) = πηγαινοέρχομαι ἀργοσχόλως. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Σουλατσάρω. Κάνω βόλτες πάνω κάτω. Από το ιταλικό sollazzare (διασκεδάζω, ξεσκάω). Συλατσαδόρος μεταφορικά ο αργόσχολος. Από δω και . . . Περισσότερα

σέκος -α -ο

ο στεγνός, ο άβρεχος ο ακίνητος, ο πεθαμένος. “Έπεσε απ΄ την ελιά κι έμεινε σέκος” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σέκος -α -ο (Ἰ. secco) = ἄνυδρος, ξηρός, στεγνός, στερεός, ἀκίνητος, νεκρός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης λέγεται και το ξερό τυρί Κάλαμος -Ρέα Μανωλάτου

σκαπ(ου)λάω – σκαπουλάρω

Σκαπουλάω (Ἰ. scapolare, sgabellare) = έλευθεροῦμαι, διαφεύγω, σώζομαι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Σκαπουλάρω. Σκαπούλησα, τη γλίτωσα. Αυτό με το ιταλικό scapolare, διαφεύγω. Ο Λάζαρης το έχει (σκαπ-ου-λάω). Στον Κοντομίχη δεν το βλέπω. Στο χωριό είναι και σήμερα εύχρηστο. Αυτός – λέμε – τη σκαπούλαρησε, γλίτωσε (αντί του σκαπούλησε), . . . Περισσότερα

σκατομπούρμπουλας (ο)

το έντομο μπούρμπουλας που συνηθίζει να κυλάει μπάλες – σφαίρες κοπριάς Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σκατομπούρμπ(ου)λας /ὁ/ (σκώρ- Ἀλ. bρούμbουλι) = τὸ κολεόπτερον ἀτευχὴς ὁ αἰγυπτιακός, ἡ κοπροφάγα (συναντώμενον ἐν ὑπαίθρῶ νὰ κυλίῃ σφαῖραν κόπρου). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σκουντράω

πέφτω απάνω σε εμπόδια. φράσεις: “εσκούντρησα απάνω στον τοίχο” – “εσκούντρησανε τα κεφάλια τους”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σκουντράω (Ἰ. scontrare, Λ. scutra) = προσκόπτω, προσκρούω, συγκρούομαι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Χτυπάω σε κάτι ιδίως με το κεφάλι. και σκουντάω (χωρίς το ρ). ‘Εχει σχέση . . . Περισσότερα

σκουτί (το)

το ρούχο, γενικά τα ρούχα, φορεσιές, σκεπάσματα, στρώσεις. “Φόρεσε τα καλά σου σκουτιά” – “Τίναξε τα σκουτιά στο μπαλκόνι” – “βγάλε τα σκουτιά στον ήλιο”. Τις φορεσιές των μικρών τις λέγανε “σκουτόπουλα”. Σε παλιό κατάστιχο (1747. Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “δια σκουτόπουλα και καπελίνα τον πεδιόνε εξόδιασα  λ.(ίτρες) 300”. Δημ. . . . Περισσότερα

στρούνα (η)

παλιό έθιμο της Πρωτοχρονιάς, σύμφωνα με το οποίο δίνουν χρήματα και δώρα στα παιδιά. στρούνα=μπουναμάς Στρούνα, εκτός από τους γονείς, έκανε κι ο νουνός και ο κουμπάρος που στεφάνωσε τους γονείς και άλλα συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα. Η στρούνα θεωρείται κατά τα έθιμα ανταποδοτική πράξη. Η λέξη είναι από το . . . Περισσότερα

τράζω

Τράζω βλ. λ. τηράω -άζω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τ’ράζω: κοιτάζω, βλέπω, εκ του ρ. τηρέω-ώ, επιτηρώ, παρατηρώ, κ.λ.π. Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

τράω

βλέπω, κοιτάζω. “Προχώρα και τράω εγώ”. Το αρχαίο τηρέω, Αριστοφάνης, Σφήκες, 1386: “τηρού μη λάβης υπώπια” = τήραξε μη φας ξύλο. παροιμία: “κάβουρα στραβά πατείς, τήραξε την προκοπή σου” (Ι.Ν.Σταματέλος). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τηράω -άζω (τηρέω -ῶ) = παρακολουθῶ διὰ τοῦ βλέμματος, παρατηρῶ, προσβλέπω. Τα . . . Περισσότερα

τρίμμα (η)

μικρό κομμάτι ψωμιού, ψίχουλο. μτφ.: λέγεται για πολλά πράγματα: Π.χ. “έφαγα ένα τρίμμα κρέας” – “Ένα τρίμμα φαΐ, και δεν μπορούμε να το απολαύσουμε” – “έβαλα στην πίτα ένα τρίμμα τυρί που το φύλαγα” – “δώσ΄ του κι αυτουνού ένα τρίμμα να μη ζηλεύει” ( μεταξύ παιδιών). Λεξικό του Λευκαδίτικου . . . Περισσότερα

ύπουργα (τα)

τα απαραίτητα σύνεργα, εργαλεία του τεχνίτη. “Επήρες μαζί σου τα ύπουργα;” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὕπο(υ)ργο /τὸ/ (ὑπὸ-ἔργον) = τὸ ἐργαλεῖον τῆς τέχνης. «ἔχομ’ οὖλα τὰ ὕποργα τ’ μαραγκοῦ». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ὕπουργα (τά): τά ἀπαραίτητα ἐργαλεῖα τοῦ τεχνίτη. Ἡ λέξη εἶναι ἀρ­χαιο­τάτη. Στούς ἀρχαίους . . . Περισσότερα

φαρομαν(η)τὸ

Φαρομανητὸ /τὸ/ (Ἰ. fare-mania) = ὁμαδικὴ θορυβώδης εὐθυμία. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Να μια λέξη “πολιτογραφημένη” περισσότερο στην πόλη της Λευκάδας (μπουρανέλικη). Τη λέγαμε και εμείς στο χωριό ευρύτατα. Ακούμε: Χάλασε ο κόσμος απ΄ το (τα) φαρομανητά (της νεολαίας). Ή αυτός καημένη μου φαρομανάει ενώ ο άλλος καίγεται, . . . Περισσότερα

φαρομανάω και φαρουμανάω

εκδηλώνομαι ζωηρά με γέλια, χειρονομίες, χαχανητά κ.λπ., κάνω φαρομανητό. Η λέξη λέγεται κυρίως για τα ζώα, ιδίως τα άλογα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαρομανάω (Ἰ. fare-mania) = θορυβῶ ἐν εὐθυμίᾳ μετ᾿ ἄλλων, χαχανίζω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Φαρουμανάω = παιδιαρίζω ἐκβάλλω χαρούμενες φωνές, αὐτός φαρουμανάει . . . Περισσότερα

φκιασά (η)

η φκιασά του κάθε ανθρώπου, η ιδιοσυστασία, ο χαρακτήρας. “Είναι η φκιασά του τέτοια, δεν αλλάζει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φκιασὰ /ἡ/ (εὐθύνω, εὐθείασις) = κατασκευή, διαμόρφωσις, ἰδιοσυστασία, ψυχοσύνθεσις, χαρακτήρ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Λέμε: είναι η φκιασά του τέτοια η κατασκευή του ο χαρακτήρας . . . Περισσότερα

φυσερό (το)

συσκευή για το τειάφισμα φυσητή συσκευή για τα καμίνια των χάβρων (=σιδηρουργών). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φ(υ)σερὸ /τὸ/ (φυσάω) = ἐργαλεῖον θειώσεως τῶν ἀμπέλων συνεκπέμπον ἀέρα, φυσητικὸν ὄργανον διὰ τὴν πυρὰν τοῦ σιδηρουργοῦ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χαλέπεδο (το) και χαλεπέδι

ερειπωμένο κτίσμα. “αφήσανε το σπίτι τους κι έγινε χαλέπεδο”. Συνήθως αυτά τα χαλέπεδα γίνονταν τόποι αφοδεύσεως των περιοίκων. Η λέξη είναι σύνθετη από την αλβανική χαλές = αποχωρητήριο, και το ελληνικότατο πέδον, όπως γήπεδο, επίπεδο κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλέπεδο /τὸ/ (χαλεπός, χαλέπτω, ἄλη-πεδίον, ἁλίπεδον;) . . . Περισσότερα