Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Π

‘ποδόχη

᾿Ποδόχη, § ἡ ὀριζόντιος πλὰξ ἡ κειμένη πρὸ τοῦ στομίου τοῦ κλιβάνου καὶ ὡρισμένη νὰ δέχηται τὰ θράκια. Σημ. Ἐκ τοῦ ὑποδοχή.

“μας πήρε ο καιρός”

πέρασε ο χρόνος και δεν προλαβαίνουμε Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

(βάπτισμα) πορτοκαλιών

Έθιμο των Φώτων. Αμέσως μετά τον αγιασμό των υδάτων στην προκυμαία της πόλης, οι κάτοικοι που κρατούν, αλά παλαιά, ένα μάτσο πορτοκάλια με το κλαδί του κρεμασμένα σε σχοινάκι. Κι όταν έπεφτε ο σταυρός στη θάλασσα, βουτούν τρεις φορες τα πορτοκάλια στη θάλασσα, ενώ οι σειρήνες των καραβιών σφυρίζουν επίμονα . . . Περισσότερα

(τα) πορτοκάλια (παιχνίδι)

παιχνίδι. Παίζοταν στατικά (χωρίς κυνηγητά), ανήκει εν μέρει στα τυχερά παιχνίδια και είναι εποχικό, παίζοταν κυρίως τους μήνες Δεκέμβρη και Γενάρη και ιδιαίτερα τις ημέρες του δωδεκαημέρου στις γιορτές. Παίζοταν με 2 τουλάχιστον παίχτες. Έστηναν σε κάποια άκρη ένα πορτοκάλι σε απόσταση 1-2 μέτρων και το σημάδευαν με τη σειρά . . . Περισσότερα

με έπιασε τ’αμάξι

«(Με) έπιασε τ’αμάξι»: (πιάνω, αρχ. ρ. πιάζω, παράλλ. του πιέζω) = με ζάλισε, με «ανακάτεψε», μου προξένησε τάση για εμετό, ναυτία.

π΄γεντάω και ἀναπιεντάω και πιεντάω

λογαριάζω, υπολογίζω, σέβομαι, υπακούω. φράση: “Έχω κι αυτόν τον κόνσολα, π΄δε με πγεντάει καθόλου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Π(ι)γεντάω (Ἰ. pieta) = εὐλαβοῦμαι, σέβομαι, ὑπακούω, ἀκούω, ἐννοῶ, ἀντιλαμβάνομαι (συμπλ/κῶς). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ἀναπιεντάω καί πιεντάω = δέν σέ ὑπολογίζω γι᾿ ἀντίπαλο, δέν σέ ἀναπιεντάω . . . Περισσότερα

π΄λιάφας (ο)

ο τεμπέλης, ο άπραγος, ο φυγόπονος (πλιάφας) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πιλιάφας /ὁ/ (Τ. Σ. πιλὰβ) = ὀκνηρός, ἀπράγμων, χαλβᾶς, λαπᾶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

π΄λικούκια (τα)

πολυκούκια ή πολυσπόρια: φαγητό από ποικιλία οσπρίων, που μαγειρεύεται κατά τα έθιμα την ημέρα της Παναγίας της Μισοσπορίτισσας (21 Νοεμβρίου – Τα Εισόδια της Θεοτόκου) (πλικούκια) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πιλυκούκια (Πιλκούκια) καί Π(ι)λ(ι)κούκια /τὰ/ (πολὺς-κόκκος) = φαγητὸν ἐξ ὀσπρίων ποικίλων ἀναμίξ, πολυσπόρια. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    . . . Περισσότερα

π΄όχ΄τ΄μα (το)

απόχτημα. Λέγεται κυρίως ειρωνικά για μερικούς ιδιόμορφους και ανάξιους ανθρώπους. “Τι πόχτμα είναι αυτός!” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πόχτημα / Πόχτμα/τὸ/ = ἀπόκτημα, πρόσωπον ἢ πρᾶγμα ἀξίας. (λέγεται καὶ εἰρωνικῶς μὲ ἀντίθετον ἔννοιαν). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

π΄ρι (το)

μικρή τρύπα, είδος πίρου, σε κρασοβάρελο, που κλείνεται με μικρό ξύλο ή πρόγκα, τυλιγμένη σε λινάρι. (πρι) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Π(ι)ρὶ καί Π(υ)ρὶ  /τὸ/ (πείρω, περῶ) = κάρφος (ξυλάριον) διὰ τοῦ ὁποίου πωματίζεται μικρὰ ὀπὴ ἀντλήσεως εἰς οἰνοβάρελλον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

π΄στρώνω

επιστρώνω – πιστρώνω. Τακτοποιώ τα σκεπάσματα ανθρώπου που κοιμάται, για να μη γλιστρήσουν και του φύγουν. φράσεις: “Έλα να με π΄στρώσεις, γιατί μου φύβγανε τα σκεπάσματα” – “Μια στιγμή να π΄στρώσω το κρεβάτι του παιδιού κι έφτασα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Π(ι)στρώνω (έπὶ-στρωννύω) = διευθετῶ τὰ σκεπάσματα . . . Περισσότερα

π΄σωκάπ΄λα (επίρρ.)

πισωκάπουλα = πίσω στα καπούλια του υποζυγίου. “Η μάνα μου κάθισε στο σαμάρι του αλόγου μας κι εγώ μπήκα πσωκάπλα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Π(ι)σωκάπ(ου)λα (ὀπίσω, Ἰ. copula) = ὄπισθεν τοῦ σάγματος ἐπὶ τῶν γλουτῶν τοῦ ὑποζυγίου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

π΄τόγαλο (το) και πυχτόγαλο

πηχτόγαλα, το πηγμένο γάλα (σα γιαούρτι) προτού γίνει τυρί. (πτόγαλο) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πυχτόγαλο = τυρόγαλο, τό πηγμένο γάλα γιά τήν ἐξαγωγή τοῦ τυριοῦ. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

π’λάκια, τα

Π’λάκια, τα: (πουλάκια). Ρεβίθια ή καλαμπόκια ψημένα στα θράκια (κάρβουνα). Προφανώς λόγω του χαρακτηριστικού τους να ανοίγουν (να σκάνε) και να πετιούνται με την απότομη αύξηση της θερμοκρασίας.

π(ει)ράζω

Πειράζω (πράζω)= πειράζω, ἐνοχλῶ, καταθλίβω, «μὴν πράζεσ᾿ ἀφέντ᾿ μ». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Π(ει)ράξει: πειράξει, με την έννοια να φλερτάρει, να παρενοχλήσει. Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

π(η)δοῦλι

Πηδοῦλι /τὸ/ (πηδάω -ῶ) = τὸ πηδοῦλι, ὁ μικροσκοπικός λευκοσκώληξ τοῦ τυροῦ.