Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκουτί (το)

το ρούχο, γενικά τα ρούχα, φορεσιές, σκεπάσματα, στρώσεις.
“Φόρεσε τα καλά σου σκουτιά” – “Τίναξε τα σκουτιά στο μπαλκόνι” – “βγάλε τα σκουτιά στον ήλιο”.
Τις φορεσιές των μικρών τις λέγανε “σκουτόπουλα”.
Σε παλιό κατάστιχο (1747. Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “δια σκουτόπουλα και καπελίνα τον πεδιόνε εξόδιασα  λ.(ίτρες) 300”.
Δημ. τραγ.: “Να ΄ρχεται κι εμέ η δική μου να μου πλένει το σκουτί μου / Να ΄ρχεται κι η σαστικιά μου να μου πλένει τα σκουτιά μου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκ(ου)τὶ /τὸ/ (σκύτος) = ὕφασμα ἐγχώριον, ροῦχο, ἔνδυμα, φόρεμα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σκουτί = πρόχειρο σακάκι, βάλε τό σκουτί σου (βάλε τό σακάκι σου).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Σκουτιά, τα: τα ενδύματα. Το σκύτος ήταν «παν δέρμα κατειργασμένον». Το σκυτίον, υποκορ. του σκύτος, και σκύτος-εος, ρίζα ΣΚΥ-, είναι το σκουτί = ένδυμα (Λεξ. Ομηρικόν Πανταζίδη).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.