Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Λ

λ(η)γατεύω

Λ(η)γατεύω (Λ. legatum) = προικοδοτῶ μελλόνυμφον κόρην. (ηγατεύω / λγατεύω

λ(η)τρουβιάρ(η)ς

Λ(η)τρουβιάρ(η)ς καί λ(ι)τρουβιάρης /ὁ/ = ἐλαιοτρίβης, ἐργάτης ἐλαιοτριβείου. λητρουβιάρς / λητρουβιάρης / λιτρουβιάρης

λ(ι)βανιὰ

Λ(ι)βανιὰ /ἡ/ (Ἰ. livido -ano;) = ποικιλία συκῆς παραγούσης μελανωπὰ σῦκα. λβανιὰ / λιβανιὰ

λ(ι)γοθ(υ)μάω

Λ(ι)γοθ(υ)μάω (λείπω, ὀλίγος-θυμὸς) = λιποθυμῶ, ζαλίζομαι, χάνω τὰς αἰσθήσεις. λιγοθυμάω

λ(ι)ερώνω

Λ(ι)ερώνω (Ἰ. lerciare) = κηλιδώνω, ρυπαίνω, λυγδώνω. λιερώνω / λερώνω

λ(ι)θιὰ

Λ(ι)θιὰ /ἡ/ (λίθος) = ξηρότοιχος ἄνευ συνδετικῆς ὕλης ἐκ μονῆς κατὰ τὸ πλεῖστον σειρᾶς ἐπαλλήλων λίθων πρὸς ὑποβάστασιν χωμάτων εἰς πρανῆ, ὁροθέτησιν κτημάτων κ.τ.τ. λιθιὰ / λθιὰ Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης λιθιά (ἡ): ξηρότοιχος χωρίς συνδετική ὕλη κυρίως γιά τά πρανῆ καί τήν ὁριοθέτηση κτημάτων. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου . . . Περισσότερα

λ(ι)μολόγος

Λ(ι)μολόγος /ὁ/ (λιμός, λύμη-λέγω) = μικροπράγμων, μικροπρεπής, φλύαρος καὶ ἀνιαρός. λιμολόγος

λ(υ)γόβεργα

Λ(υ)γόβεργα /ἡ/ (λύγος, Ἰ. verga) = λεπτὸν εὐλύγιστον ραβδίον ἐκ λυγαριᾶς. λυγόβεργα

λάβα (η)

τρόμος, φόβος. Φράση: “Επ΄τα απ΄ αυτό που έπαθα επήρα λάβα”. υπερβολική ζέστα. Φράση: “Έχει λάβα σήμερα ανυπόφορη” – “Έκαμε λάβα και έκαψε τα σπαρτά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λάβα /ἡ/ (λάβρως, Ἰ. lava) = φόβος, τρόμος, φοβία (συνεπείᾳ παθήματος). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λαβαίνω

με διάφορες μεταφορικές έννοιες = πετυχαίνω κάποιον κυνηγώντας τον. “Του πέταξα μια πέτρα και τον έλαβα στο κεφάλι” – “Έλαβα μια κουκουβάγια με τη λαστιχέρα μου” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λαβαίνω =λαμβάνω, δέχομαι, ἐπιτυγχάνω τὸν στόχον, λαβώνω. «τὤρξα νιὰ πέτρα καὶ τὸν ἕλαβα». Τα Λευκαδίτικα — . . . Περισσότερα

λαβαμάς ή λαβαμάνο

τραπεζάκι με μεγάλη κυκλική τρύπα στη μέση όπου ταίριαζαν τη λεκάνη για πλύσιμο. Πάνω από το λαβομάνο κρεμούσαν τσίγκινη βρύση. Ανήκει στην εποχή που οι κάτοικοι της Χώρας υδρεύονταν από τις “βλύχες” – πηγάδια για πλύσιμο. Στα χωριά ελάχιστοι χρησιμοποιούσαν λαβαμά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λαβαμᾶς  . . . Περισσότερα

λαβατίβο (το)

η συσκευή πλυσίματος. μεταφορικά: ο αυθάδης, ο ενοχλητικός, ο ασελγής. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λαβατίβο /τὸ/ (Ἰ. lavativo) = μεταλλικὴ σύριγξ ὑποκλυσμοῦ, κλυστῆρι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λαβούτι (το)

συσκευή σανιδένια των Αλυκών, στο σχήμα του γνωστού λαβούτου των εμπόρων και μπακάληδων. Κατασκευάζονταν από σανίδες και το χρησιμοποιούσαν οι εργάτες των Αλυκών Λευκάδας για να μετακινούν νερό απ΄ τη θάλασσα στα “τηγάνια” (=αλατοπηγεία) που βρίσκονταν ψηλότερα. Εκτός από το λαβούτι, αυτό το σχετικά μικρό, υπήρχε και μεγαλύτερο που συνδεόταν . . . Περισσότερα

λαβούτο (το)

είδος σωληνοειδούς κουτάλας με λαβή, που το χρησιμοποιούν οι μπακάληδες για να βάνουν σε σακούλες, για ζύγισμα, είδη που έχουν σε τσουβάλια. Το λαβούτο το λένε και σέσουλα, γιατί λέει έχει το σχήμα της νησίδας Σέσουλας στη δυτική Λευκάδα.

λάγ(ι)σα

Λάγ(ι)σα /ἡ/ = τὸ θηλυκὸν τοῦ λαγοῦ, ἡ λαγίνα. λάγσα / λάγισα

λάγανο -α

τα πρησμένα ούλα μεγάλων ζώων, ασθένεια του στόματος μεγάλων ζώων. Φράση: “Έβγαλε τα λάγανα και δεν μπορεί να φάει”. Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, άσμα Γ΄: “Τα λαγανά του αιμάτωσαν …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λάγανο /τὸ/ (λείχω, λεῖος;) = φλεγμαῖνον ἔσω οὖλον ὑποζυγίου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος . . . Περισσότερα

λαγαρίζω – λαγάρω

το νερό που σιγά σιγά κατακαθίζει και γίνεται καθαρό, διαυγές. Μεταφορικά = γίνεται διαυγής η σκέψη μας. “Ξεκουράστηκα, κοιμήθηκα και λαγάρισε το μυαλό μου”. Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, ΙΙ, στ. 736 “Να ο αμπελώνας γύρα μου / που οι ρώγες του ελαγάριζαν / στην πάγρα βυθισμένες”. Σε χειρόγραφο γιατροσόφι διαβάζομε: “Περί . . . Περισσότερα

λαγήνα ή λαήνα ή στάμνα και λαγίνα

πήλινο σκεύος με κοντόπλατο λαιμό που το χρησιμοποιούν για αποθήκευση νερού ή κρασιού. Συχνά όμως έβαναν και άλλα είδη όπως τυρί, πληγούρι, πετιμέζι, λάδι. Συνήθως οι λαγήνες είχαν και καπάκι. Όλες οι λαγήνες επίσης είναι αλειμμένες με κιτρινόφαιη αδιάβροχη αλοιφή, εκτός από κείνες που προορίζονταν για νερό. Σαν παλιό παραδοσιακό . . . Περισσότερα

λαγηνοπούλα (η)

γυάλα μέσα στην οποία φύλαγαν το κρασί ολοχρονίς. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

λαγιάζω

ησυχάζω, έπειτα από μόχθο, “τα μαζεύω”. Φράσεις: “ο σκύλος είχε λαγιάσει στο κατώι, κι οι κλέφτες κατάφεραν ν΄ ανοίξουν την πόρτα” – “Μας έπιασε δυνατό δρολάπι και λαγιάσαμε κάτω από ένα θεόρατο σκοίνο” – “ο λαγός είχε λαγιάσει διπλωμένος σ΄ ένα γούπατο“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης . . . Περισσότερα

λάγιος -α -ο

το μαύρο πρόβατο. Τις προβατίνες τις μαύρες τις ονοματίζουν Λάγιες. Μαύλισμα: “Λάγια μου-ουου…”. – “Έχασα τη Λάγια μου, θα το πω το δραγάτη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λά(γ)ιος -α –ο (λαγῳὸς -ειος, ἀλάϊος) =βαθύχρωμος, μελανωπὸς (ἐπίθετον τῶν ἐρυθροτρίχων ἣ μελανοτρίχων προβάτων). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λάγκερο (το)

ελαφρό κρασί που βγαίνει από τα τσίπουρα του βαρτζαμιού – που έτσι κι αλλιώς θα τα πετούσαν με το τραβεζάρισμα. Στο σπίτι του χωριού το ΄πιναν μικροί μεγάλοι, γιατί ήταν πολύ ελαφρό κρασί. Είναι ο “στεμφυλίας οίνος”, ο “λάκυρος οίνος” των αρχαίων. Το λάγκερο έβγαινε με το στύψιμο των τσίπουρων . . . Περισσότερα