Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Γ

‘γκιάζω

᾿Γγιάζω, § ἐγγίζω. Σημ. Εἰς πολλὰ τῶν εἰς ιζω ῥημάτων ἡ δημοτικὴ προσθέτει α πρὸ τοῦ χαρακτηριστικοῦ, οἷον λογιάζω κτλ. Ὁ Βυζ. γρ. ἐγγίζω.

‘γκλουβισάνος (ο)

ο κάτοικος του χωριού Εγκλουβή. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γκλουβ(ι)σᾶνος -α = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Ἐγκλουβῆ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

(γ)ήπατα (τα)

γήπατα ήπατα, η δύναμη, η αντοχή, το ψυχικό θάρρος, το κουράγιο. Λέμε: “Μου κόπηκαν τα (γ)ήπατα, όταν το έμαθα”. Οι γέροι και οι ασθενείς λένε: “Δεν έχω, γιε μου, (γ)ήπατα για τέτοια”. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Α’ “…και στην αλετροπόδα μου έλειωσαν τα ήπατά μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα

γ΄ζάρω (γουζάρω)

γζάρω ταπώνω το γέμισμα εμπροσθογενούς όπλου με την τάπα. Πιέζω την τάπα με σιδερόβεργα. τη λέξη χρησιμοποιούν οι κυνηγοί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γ(ου)ζάρω (Ἰ. gozzo, Π.Τ. γουζὲ) = καλύπτω τὴν γόμωσιν ἐμπροσθογεμοῦς ὅπλου διὰ τοῦ βύσματος, πιέζω τὸ βύσμα τῆς γομώσεως διὰ τοῦ ὀβελοῦ. Tα . . . Περισσότερα

γ΄λάδι (γουλάδι – γλάδι)

το ψαράκι τζίλιος. Είναι πολύχρωμο και ζει στις ακτές. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γ(ου)λάδι καί γλάδι/τὸ/ = ἴουλος, ἰουλίς, τζίλιος, ψαράκι πολύχρωμο τῶν ἑλλην. ἀκτῶν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

γ(ου)λομανάω

ερεθίζω σημείο του σώματος που έχει πόνο, καταπονώ σημείο του σώματος που πάσχει (πχ. από ρευματισμούς) με πορείες ή εργασία. (γουλομανάω) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γ(ου)λομανάω (Ἰ. colmare, culmine -are) = ἐρεθίζω πάσχον σημεῖον τοῦ σώματος, προκαλῶ ἐρεθισμὸν εἰς ἄρθρωσιν ἥ ἄλλην εὐαίσθητον χώραν δι’ ἀσυνήθους . . . Περισσότερα

γ(ου)λός -ή, -ό

βραστερός μεστός εύπεπτος (επί οσπρίων). Πλανόδιοι πωλητές χλωρού ρεβιθιού στην αγορά της χώρας, διαλαλούν: “έχω γ(ου)λό ρεβίθι, γ΄λόοο”, δηλ μεστό. (γουλός) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γ(ου)λὸς -ὴ -ὸ (γλᾶγος, ἀγλαὸς) = εὐμεγέθης, τρυφερός, βλαστερός. (λέγεται ἐπὶ ὀσπρίων «γλὸ ρεβῦθι». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γουλό = . . . Περισσότερα

γαδίνα

κατασκευάζεται από πηλό ή πορσελάνη. Είχε διάφορες χρωματιστές παραστάσεις και χρησίμευε για να μεταφέρουν στο τραπέζι τη σούπα ή και άλλα φαγητά. Το μέγεθος και το κοίλο τμήμα εποίκιλλαν.

γαδίνι (το)

μεγάλο βαθύ πήλινο πιάτο, στρογγυλή σουπιέρα. Έχομε και γαδίνια πορσελάνινα, ακριβά, που τα ΄λεγαν “μαργιόλικα” και τα ΄φερναν από την Ιταλία. Είναι από τα πιο παλιά κουζινικά της Λευκάδας. Σε καταγραφή του 1722 (νο 164 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “1 γαδίνι μαργιόλικο”. Το μεγάλο γαδίνι το λέμε γαδίνα. Λεξικό . . . Περισσότερα

γαδούνι

Γαδούνι = μικρό λεκανάκι πού μοιάζει μέ πιάτο γιά τό φαγητό. βλ. και γαδίνι (το)

γαζέτα (η)

υποδιαίρεση της ενετικής λίτρας (=λίρας). Μια λίτρα = δέκα γαζέτες, κάθε γαζέτα = 20 σολδία. Σε χειρόγραφο του 1754 διαβάζομε: “έβαλα και ετρύγισα τα αμπέλια και έβαλα αργάτες δέκα, από γαζέτες 8 και φαγή = λ. (ίτρες) 16”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαζέτα /ἡ/ (γάζα, Ἰ. . . . Περισσότερα

γαζετάρικος -η -ο

φτηνιάρικο, τιποτένιο. βλ. γαζέτα Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

γαϊδάρα και γαϊδοῦρα (η)

ξύλινος πάγκος με δύο επικλινείς προς το κέντρο, δεξιά και αριστερά επιφάνειες, ώστε να σχηματίζεται αυλακώδης, προς τα κάτω, κλίση του πάγκου. Πάνω σε αυτόν έριχναν τα ασκιά του κρασιού ή λαδιού με τη μουσούδα προς τα κάτω, για να στραγγίζουν μετά το άδειασμα τους. τέτοιες γαϊδάρες είχαν τα οινοπωλεία-ταβέρνες . . . Περισσότερα

γαϊδου(ρο)λάτης (ο)

γαϊδουρολάτης, γαϊδουλάτης ο οδηγός των γαϊδάρων (Γ.Χ.Μαραγκός, ¨Γλωσσάριον”). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαϊδουρολάτης, ὁ ὁδηγὸς τῶν ὄνων· οὕτω καὶ ζευγηλάτης = ὁ ἀροτριῶν. Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

γαϊδουροκυλίστρα (η)

χώρος υπαίθριος, κυρίως, που κυλιούνται οι γαϊδάροι. Κατ΄ επέκταση: ακαταστασία σε αυλές, κήπους ή και μέσα στο σπίτι: “Ε, ήρθε ο γιος μου με την παρέα του κι έπαιξαν στο σπίτι και μου το ΄καμαν γαϊδουροκυλίστρα”.

γαῖμα

Γαῖμα /τὸ/ = αἷμα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Το αίμα. Λέξη μεσαιωνική. Το -γ- αναπτύχθηκε από συνεκφορά με το άρθρο: Τα αίματα, τα γαίματα, το γαίμα. (Μπαμπινιώτης). Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

γαϊτάνι (το)

σειρήτι  στρογγυλό ή τετράγωνο, που το χρησιμοποιούσαν για διακοσμήσεις φορεσιών και γενικά ρούχων του σπιτιού. Πολύ συνηθισμένη ήταν η γαϊτανωτή διακόσμηση στις παλιές λευκαδίτικες φορεσιές, π.χ. στα κοντέσια (Λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαϊτάνι /τὸ/ (Ἰ. Gaeta, Τ. γαϊτάν, Σ. gaitan) = σειρῆτι κυλινδρικὸν . . . Περισσότερα

γαλαντόμος (ο)

ευγενής, έντιμος, ανοιχτοχέρης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαλαντόμος /ὁ/ (Ἰ. galantuomo) = εὐγενής, ἔντιμος, ἀξιοπρεπής. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Είναι βενετική η προέλευση ή όπως χαρακτηρίζει ο Κοντομίχης παρόμοιες λέξεις, βενετσιάνικου γλωσσικού ιδιώματος. Το ίδιο λένε όλα τα λεξικά. Η λέξη galantomo, δυο λέξεις . . . Περισσότερα

γαλάριος, -α, -ο

τα βοσκήματα που γέννησαν και έχουν γάλα. Το αντίθετο = στέρφα Λέμε: “γαλάρια πρόβατα, γίδια” κλπ.

γαλατομπούρκο

Γαλατομπούρκο /τὸ/ (γάλα – Τ. bορὲκ) = γλύκισμα ταψιοῦ ἐκ συμμιγδάλης, γάλακτος, βουτύρου κ.λπ., γαλατομπούρεκο.

γαλατόπετρα (η)

ο γαλακτίτης λίθος, που όταν βραχεί ή τριφτεί γίνεται σαν γάλα.  Όταν “πιαστεί” (σωθεί) απότομα το γάλα της μάνας, κρεμάει στο λαιμό της γαλατόπετρα, που είναι πολύ αποτελεσματική – όπως λένε – μα δε βρίσκεται εύκολα.

γαλατσίδα (η)

το φυτό “ευφόρβιον”, που μόλις το κόψεις βγάνει γαλακτώδη χυμό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαλατσίδα /ἡ/ (γάλα – Λ. acetum) = ποικιλία τοῦ σκιαδανθοῦς τοξικοῦ φυτοῦ «εὐφόρβιον» ἐκκρίνουσα γαλακτώδη χυμὸν κατὰ τὴν τομήν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γαλατσίδα = χόρτο πού ὅταν κόβεται ἀναδίνει σταλαγματιές . . . Περισσότερα

γαλιάντρα (η)

το πτηνό κορυδαλλός, που κελαηδεί σχεδόν συνεχώς και γλυκόλαλα. μτφ: ο ευφράδης, ο ρήτορας, αλλά και ο πολυλογάς. Τις φλύαρες γυναίκες, πχ., τις λένε γαλιάντρες. φράση: “Σου ΄ναι μια γαλιάντρα η αφεντιά της …” Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος. ΙΙΙ 908: “Όλα τα αηδόνια τ΄ άκουσα / ως τη γοργή γαλιάντρα”. Λεξικό . . . Περισσότερα