Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Ηχητικό Υλικό

καδηνέλλα (η) και καδινέλλα -ες

ξύλινο δοκάρι, μοχλός στηρίξεως στο ένα φύλλο της πόρτας του σπιτιού, και όργανο απειλής: “Θα πάρω την καδ’νέλλα και θα σου σπάσω τα πλευρά” – “Κάτσε καλά γιατί θα αρπάξω την καδ’νέλλα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καδ(ι)νέλλα /ἡ/ (Ἰ. catenella) = ξυλίνη δοκίς, ξύλινο πηχί. Tα . . . Περισσότερα

κάζει (απροσ.)

έχομε τις φράσεις : “μου κάζει” = νομίζω – ” Μου κάστηκε πως είδα τον αδελφό σου”. ΒΑΛ. , Αθ. Δ., Β’: “Μου κάστηκε πως είδα / σαν έναν ίσκιο να διαβεί… “. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κάζει (εἰκάζω) «μοῦ κάζει» = μοῦ φαίνεται, νομίζω, «μοῦ . . . Περισσότερα

καρ(υ)κώνω -ομαι

σφίγγω το λαιμό κάποιου. “κομπιάζομαι” = πνίγομαι κατά την ώρα του φαγητού. φράση: “Εκαρκώθ΄κα, δώσε μ΄ λίγο νερό”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Καρ(υ)κώνω -ομαι (κάρυον, «καρύκι») = περισφίγγω τὸν λαιμόν, ἀποπνίγω, πνίγομαι κατὰ τὴν κατάποσιν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

κατακλείδι (το)

το κάτω σαγόνι, τα παραστόμια, τα χείλη. Φράσεις: “Τρέμουν τα κατακλείδια μου από το κρύο” – απειλή: “Θα σου σπορίσω τα κατακλείδια” – “Από το φόβο τρέμει το κατακλείδι μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κατακλεῖδι (κατὰ-κλεὶς) = ἡ κάτω σιαγών, τὸ σαγόνι, ἡ μασσέλα. Τα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα

κιαπέ (απέ, επίρρ. και πρόθεση)

κατόπιν, ύστερα, και μετά; Με την προσθήκη του “και”, έγινε κιαπέ, που πάντα οι δύο λέξεις συμπροφέρονται – ποτέ δε λέμε απέ, πάντα κιαπέ. “Ήρθε, μας χαιρέτησε, κάθισε λίγο κιαπέ έφυγε, σα να βιαζόνταν”. – “Πήγαινε εσύ, ιδές τι γίνεται, κιαπέ έρχομαι κι εγώ” – “Κοίταξε να τακτοποιηθείς εσύ, κιαπέ . . . Περισσότερα

κορνιόλα (η)

είδος παλαιού δαχτυλιδιού με φαρδιά επιφάνεια με χρωματιστή σκαλιστή πέτρα. πέτρα δαχτυλιδιού με σκαλιστά διάφορα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κορνιόλα /ἡ/ (κρανιόλειον, Ἰ. corniola) = ἀρχαϊκὸς δακτυλιόλιθος μὲ σκαλιστὴν παράστασιν, ἀντίκα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Από τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι), λέγοταν σε μοναχογιό από τους . . . Περισσότερα

κοσάτος (ο)

ο τρεχάτος, αυτός  που πάει κάπου τρέχοντας. “Ήρθε κοσάτος.” – “Επήγε κι ήρτε κοσάτος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κοσᾶτος -η -ο (Ἰ. coscia) = δρομαῖος, τρεχᾶτος, βιαστικός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης  

λακάω και λακίζω

φεύγω τρέχοντας για να αποφύγω κάποιον κίνδυνο. φράση: “Μόλις είδαμε τον δραγάτη ελακήσαμε” – “Όταν η αλεπού άκουσε σκύλο ελάκησε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λακάω (λακίζω) = ἀπελευθεροῦμαι διὰ δραπετεύσεως, σώζομαι διὰ τῆς φυγῆς, δραπετεύω, ἀπομακρύνομαι δρομαίως. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Λακώ και λακίζω . . . Περισσότερα

λαμπαδιάζω

βγάζω φλόγες, καίομαι, θερμαίνομαι υπερβολικά. Φράση: “Πήραν φωτιά τα ρούχα του και λαμπάδιασε, από λίγο τον γλυτώσανε” – “Άφησες την κατσαρόλα με λίγο νερό και λαμπαδιάστηκε. Κάηκε το φαΐ μας” – Ελαμπαδιάστηκε ο τόπος από το λιοπύρι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λαμπαδιάζω (λαμπὰς) = πυρπολοῦμαι, ἀναπέμπω . . . Περισσότερα

λάμπασμα (το)

το αποτέλεσμα του λαμπάζω. φρ.: “Τέτοιο λάμπασμα δεν το ξανάπαθα”. Φάντασμα, ξωτικό: “Να φυλάγεσαι από τα λαμπάσματα τα μεσημέρια του Αυγούστου και τις νύχτες του καλοκαιριού”. Άνθρωπος αδύνατος, έπειτα από αρρώστια ή άλλα δεινά: “Πως κατάντησε έτσι ο καημένος! Σωστό λάμπασμα!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Από . . . Περισσότερα

λαρώνω

ησυχάζω, σωπαίνω. φράση: “δε λάρωσε όλη τη νύχτα, όλο έκλαιγε” – “λάρωσε, παιδί μ΄, τώρα και μας επήρες τ΄ αυτιά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λαρώνω (ἰλαρὸς -ύνω) = ἠρεμῶ, καταπραΰνομαι, ἡσυχάζω, σιωπῶ: «λάρωσε μωρὲ τώρα». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ησυχάζω. Λέμε “δε λάρωσε αυτό . . . Περισσότερα

μαγκφιά, μαγκουφιά

“Μωρή ή μωρή παλιομαγκφιά”, υβριστική ή περιφρονητική φράση, πολύ συνηθισμένη στο χωριό. Και συμπλήρωμα: “δεν κάνεις για τίποτα!”. Μαγκούφης -κατά Κριαρά- είναι “ο άνθρωπος που ζει μόνος … ο κακομοίρης” και αχαΐρευτος, ανεπρόκοπος. Η λέξη είναι τουρκική, vakif (βακούφ) με ανομοίωση (γλωσσικό φαινόμενο) βακούφ, βακούφιος μαγκούφιος, μαγκούφης. Ολόκληρη η λέξη (χωρίς . . . Περισσότερα

μαδά (επιφών.)

μήπως και … φράση: “Μαδά πήγα!” – “μαδά μου ΄πε τίποτα…” – “μαδά το είδα καθόλου!” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαδὰ (μὴ δὴ) = μὴν ἆραγε, μήπως ἄραγε, καὶ μήπως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης βλ. καί  αδά ή μαδά (επίρρ.)

μαζώνω

εκτός από τη γενική γνωστή έννοια μαζεύω, συλλέγω κτλ, έχομε και μερικές ιδιωματικές φράσεις από το ρήμα. Πχ “θα σε μάσω στις λιθαριές”= θα σε πετροβολήσω – “Καθώς ήμουν ανεβασμένος στη συκιά, ξαφνικά κάποιος μ΄ έμασε στις πετριές” – “Έμασε ξύλο, για όλη του τη ζωή” = “Έμασα κρύο” – . . . Περισσότερα

μεγάρ(ι)

Μεγάρ(ι) βλ. λ. μακάρι. Μεγάρι = μακάρι, μεγάρι νά ἦταν ἔτσι (μακάρι νά ἦταν ἔτσι). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

μεριά

φορτίο που μπαίνει στο σαμάρι ζώου. “Έχω δυο μεριές σιτάρι για το μύλο”, δηλ. έχω δυο σακιά σιτάρι για άλεσμα. Ευχή: “σε καλή μεριά” (να πάνε τα χρήματά σου). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Από το μέρος (μεριάζω) και σημαίνει το “φορτίο που μπαίνει στο σαμάρι ζώου . . . Περισσότερα

μον(ι)τάρου και μονιτάρι

Μονιτάρου βλ. λ. μονοτάρου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Και μονοτάρου. Στην Καρυά χρησιμοποιείται ο α’  τύπος (με -ι-). Η λέξη είναι σύνθετη από το μον(ο), πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων (ουδέτερο, επιρρηματικής σημασίας του επιθέτου μόνος) και το ταρός, που σημαίνει καιρός (ή “ταχύ”, κατά τον Δημητράκο). Όλη η . . . Περισσότερα

μονοτάρου (επίρρ.)

μαζί, όλα μαζί, την ίδια στιγμή. φράση: “Έφαγε τέσσερα γλυκά μονοτάρου” – ” Έπιε το καθάρσιο του μονοτάρου, όλο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μονοτάρου /ἐπίρ./ (μόνος-τείρω, τορῶς) = ὁμαδόν, διὰ μιᾶς, ταυτοχρόνως, ὅλα μαζύ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

μορόζος -α -ο

ο εραστής, ο παράνομα συνδεόμενος με άλλη γυναίκα. φράση: “του τα τρώει όλα η πιαστή του, η μορόζα του”. Παλιότερα ήταν κοινό μυστικό για τους εύπορους της Χώρας, αλλά και για πολλούς επαγγελματίες, κυρίως καροτσέρηδες και χασάπηδες, να έχουν τη μορόζα τους. (μαντένούτα και ποβερέτα). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

μόσκιο (το)

βάνω στο μόσκιο = διαπαίζω με το νερό, “έβαλες τα σκουτιά στο μόσκιο;”, δηλ. έβαλες τα ρούχα στο νερό;Έτσι έκαναν πριν το κανονικό πλύμα, ιδίως για τα χοντρά ρούχα, σκεπάσματα, στρώσεις κλπ. που τα πήγαιναν γι΄ αυτό στο λαγκάδι. Επίσης στο “μόσκιο”, βάνουν και τα όσπρια για να μαλακώσουν. Έβαλα . . . Περισσότερα

νείρομαι

επιθυμώ πολύ, ονειρεύομαι, λαχταρώ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Νείρομαι (ἱμείρω -ομαι) = ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, προσδοκῶ συνεχῶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Νείρωμαι = ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ κάτι σφοδρά, λιγορεύομαι, λαχταρῶ, (κάτι πού ποθεῖ κανείς καί δέν εἶναι εὔκολο νά τό ἀπολαύσει). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας . . . Περισσότερα

νετάρω

τελειώνω, εξοφλώ, “ενετάρισα τις δουλειές μου” ή “πάει αυτός, ενετάρισε …”, δηλ. δεν έχε ελπίδες, εφτώχυνε, χρεοκόπησε.

νιτερέσο (το)

το συμφέρον, το ενδιαφέρον, το κέρδος. Παροιμ. : “για το ξένο νιτερέσο, άφ΄κε τ΄ μπόρτα της περέσι“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ν(ι)τερέσο /τὸ/ (Ἰ. interesse) = ἐνδιαφέρον, συμφέρον, κέρδος, δοσοληψία, ὑπόθεσις. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Και ν(ι)τερεσάδα. Το συμφέρον, ιταλιστί interesso από το λατινικό . . . Περισσότερα

ντόρκος -α -ο

ο χωρίς επίβλεψη νέος ή νέα, ο τελείως ελεύθερος. φράσεις: “αυτή είναι ντόρκα, δε λογαριάζει κανέναν”. – “Πού γυρίζεις μαρή ντόρκα; δεν έχεις σπίτι;” – “Τον άφησαν τελείως ντόρκον. Ούτε που υπολογίζει μάνα ή πατέρα” – “Κοπάδι ντόρκο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ντόρκος -α -ο (δόρκος . . . Περισσότερα

ξαγκαστρικάτο (το) ή ξεγκαστρικάτο

το φαγητό ή η λιχουδιά που επιθυμεί η έγκυος, π.χ. ζεστό ψωμί (ζεστοφούρνι), πατσούρι με τυρί, πίττες, γλυκό κ.α. Υπάρχει η πρόληψη ότι αν δεν ικανοποιηθεί η επιθυμία της μπορεί και να “αποβάλλει”.

ξαχουρδάω

γλιστράω, ξεγλιστράω. φράση: “Εξαχούρδησα κι έπεσα μέσα στις λάσπες.” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαχουρδάω (έκ-χορδὴ -εύω, χόνδρος -όω) = διολισθαίνω ὡς τὸ περιεχόμενον ἐντέρου, ἐκφεύγω ἐπὶ χόνδρων (βότσαλα), ξεγλιστρῶ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ξαχουρδάω = γλιστράω, ξαχούρδισα (γλύστρισα). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής . . . Περισσότερα

ξελακάω και ξελακίζω

διώχνω κάποιον, να φύγει μακριά. “Τον εξελάκισα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξελακάω –ίζω (ἐκ-λακίζω) = ἀποδιώκω, ἀπομακρύνω βιαίως, καταδιώκω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Λέμε και ξελάκου. Δεν έχει σχέση με λάκκους. Αλλά με το αρχαίο ρήμα λακώ, και λακίζω (συνήθως στον αόριστο). Σημαίνει φεύγω τρεχάτος . . . Περισσότερα

ξελάκου (επίρρ.)

τον πήρε στο κυνήγι, διώχνοντας τον βίαια. “Αν δεν τον έπαιρνε στο ξελάκου, δεν έφευγε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξελάκου /ἐπίρ./ (ἐκ-λακίζω) = καταδιωκτικῶς, κυνηγητά: «τὀν ἐπῆρε ξελάκου» = τὸν ἀπομάκρυνε καταδιώκων. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Επίρρημα. Λακώ, φεύγω τρέχοντας. Λέμε: τον πήρε στο . . . Περισσότερα

ξεματοχινός -ή -ό

ο επιτήδειος, ο κατάλληλος. Συχνά λέγεται και με ειρωνική διάθεση φράσεις: “… χμ … ξεματοχ΄νός είσαι για μάστορας …”. – “Θα πάω εγώ και θα τ ακαταφέρω! – Ξεματοχ΄νός είσαι;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεματοχ(ι)νὸς -ὴ -ὸ = ὁ ἐπίτηδες καμωμένος, ὁ ἁρμόζων, ὁ ἐμπρέπων. βλ. . . . Περισσότερα