Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Μ

‘μπροστόμι

῾Μπροστόμι (προστόμιον)· λίθος ἢ κέραμος τιθέμενος πρὸ τοῦ στομίου τοῦ φούρνου διὰ νὰ ἐμποδίσῃ τὴν φλόγα.

(Σε δυο) μποσούς

Δηλαδή σε δυο ποσότητες, μέρη. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ποσό(ν), που κατά την γραμματική, είναι ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της αόριστης επιθετικής αντωνυμίας ποσός -ή -όν (αντίστοιχης της ερωτηματικής), η ποσότητα. Η μηχανή της γλώσσας έπλασε τον (αδόκιμο γραμματικά) τύπο στον πληθυντικό (μ)ποσούς, με την προσθήκη σε μας του -μ- (από . . . Περισσότερα

μ΄γερό (το)

μιγερό, αδύνατος, λαχεκτικός (μγερό) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μιγερὸ /τὸ/ (μιερός, μυῖα) = μεμιασμένος, ἀτροφικός, καχεκτικός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη

μ΄λί (το)

το τρυφερότερο μέρος του στομάχου των μηρυκαστικών (αρχ. ήνυστρον) από το οποίο γίνεται ο γευστικότατος πατσάς. (μλί) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μ(η)λὶ /τὸ/ (μήλειον) = τὸ ἤνιστρον τοῦ στομάχου τῶν μηρυκαστικῶν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

μ΄σοκαμπίς

στη μέση του κάμπου, της όποιας πεδινής έκτασης. “Τον άφησε μ΄σοκαμπίς άρρωστο άνθρωπο …” (μσοκαμπίς – μισοκαμπίς – μεσοκαμπίς) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μισοκαμπὶς (μέσον, Ἰ. campo) = εἰς τὸ μέσον τοῦ κάμπου (διαστήματος). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη

μ΄σόσητα (η)

σήτα μέσης πυκνότητας (μσόσητα – μισόσητα) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μ(ι)σόσ(η)τα /ἡ/ (μέσος-σήθω) = σήτα, κρισάρα μέσης πυκνότητος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη

Μ΄σοσπορίτισσα (η)

Η Παναγία η Μισοσπορίτισσα, που γιορτάζει στις 21 Νοεμβρίου (τα Εισόδια της Θεοτόκου). Κατά την ημερομηνία αυτή έχει τελειώσει η μισή φθινοπωρινή σπορά και τη γιορτάζουν όλοι οι γεωργοί. Εκείνη την ημέρα όλοι οι γεωργοί του νησιού βράζουν τα λεγόμενα πολυσπόρια ή πολυκούκια. Μια γευστικότατη ποικιλία δημητριακών και οσπρίων: κουκιά, . . . Περισσότερα

μ΄στερής (μουστερής)

ο επισκέπτης ο πελάτης καταστήματος. φράσεις: “Είχα κάτι μ΄στερήδες σήμερα, καλύτερα να μην τους είχα” – “Κι αν δεν έρθει τι; Θα χάσω το μουστερή;” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μ(ου)στερῆς /ὁ/ (Ἀ. Τ. μουστερῆ) = πελάτης καταστήματος, ἀγοραστής. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

μ(η)λίγγι

Μηλίγγι /τὸ/ (μῆνιγξ) = ὁ κρόταφος, ἡ εἰς τὸ ἄνω πρόσω μέρος τοῦ ὠτὸς περιοχὴ τοῦ κρανίου. Βλ. ριζάφτι Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Οι κρόταφοι, τα μηνίγγια Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

μ(η)λοπονάω

Μ(η)λοπονάω (μέλος, μηλίζω, μώλωψ – πονέω -ῶ) = αἰσθάνομαι τοπικὸν ἄλγος ἐξ ἐσωτερικῆς αἰτίας ἢ κακώσεως.

μ(η)νάω

Μ(η)νάω (μηνύω) = στέλλω εἴδησιν, παραγγέλλω, εἰδοποιῶ.

μ(η)τετσὰ

Μητετσὰ /τὰ/ (Ἰ. mettere; moto-ace;) = τὰ πυρομαχικὰ κυνηγίου, τὰ μπαρουτόσκαγα. βλ. μ΄τέσσα

μ(ι)νίνια

Μ(ι)νίνια /τὰ/ (Λ. minus, Ἰ. minimo) = μικροείδη τέχνης ἢ ἐμπορίου, μικροαντικείμενα, ψιλικά.

μ(ι)σακὸς -ὴ -ὸ

Μισακὸς -ὴ -ὸ (ἥμισυ) = κοινὸς ἐξ ἡμισείας, κοινὸς (κατὰ τὸ ἥμισυ). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Μισακές, οι = μισές-μισές, μισοεταιρικές, εκ του ρήμ. μεσάζω-μεσόω, (μέσος).Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

μ(ι)σεύω

Μισεύω (Ἰ. missione) = ἀναχωρῶ διὰ ταξείδιον (ἐργασιῶν, σπουδῶν, ὑποθέσεων).

μ(ι)σοβέτσικος -η -ο

ο ατελής, ο ασαφής. φράση: “αυτά που μας λες είναι μ΄σοβέτσικα πράγματα”. (μισοβέτσικος) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Έτσι όπως βλέπει κανείς και ακούει την προφορά της χωρίς τα (εννοούμενα) φωνήεντα, νομίζει πως είναι σλάβικη λέξη. Στα λεξικά καταχωρίζεται ως μεσοβέζικος (-η -ο) και πιθανολογείται ότι προέρχεται . . . Περισσότερα

μ(ι)ταρόβεργα

Μιταρόβεργα /ἡ/ (μῖτος, Ἰ. verga) = ἑκάτερον τῶν δύο πλευρικῶν ραβδίων τοῦ μιταριοῦ.

μ(ου)νούχι (το)

ο ευνουχισμένος τράγος ή κριάρι. φράση: “Πάρε, κουμπάρε, να νιώσεις τι τρως, είναι μουνούχι, μοσκοβολάει“, λένε οι χασάπηδες διαφημίζοντας τα σφαγμένα τραγιά. Το ρήμα μουνουχίζω. Ο ευνουχισμένος κόκορας λέγεται καπόνι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μουνοῦχι /τὸ/ = εὐνουχίας, εὐνουχισμένος, ἀποτετμημένος τοὺς ὄρχεις. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα

μ(ου)τσοῦνα

Μουτσοῦνα /ἡ/ (Ἰ. musino) = πρόσωπον δύσμορφον, μοῦτρο, ρύγχος, προσωπίς, μάσκα.

μ(υ)λάω

πιπιλίζω κάτι στο στόμα μου. Όταν δαγκώσει φίδι κάποιον, τότε του μυλάμε το δαγκωμένο σημείο να βγάλομε το δηλητήριο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μυλλάω (μύλλω) = πιπιλάω, λείχω ἐντὸς τοῦ στόματος. (Λ. molere) = μυζῶ, βυζαίνω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Πιπιλίζω κάτι στο στόμα μου . . . Περισσότερα

μα(ν)τζούνι (το)

φάρμακο καμωμένο από πρακτικούς, με βότανα κοπανισμένα με μέλι. Τα μαντζούνια τα ΄φκιαναν οι ξορκίστρες και τα ΄διναν σε κείνους που είχαν ανεπάρκεια στα συζυγικά τους καθήκοντα. Τα ΄παιρναν και γυναίκες που είχαν καθυστέρηση. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαντζοῦν(ι) /τὸ/ (Τ. μαδζοὺν) = φύραμα, ἔκλειγμα, πολτῶδες φάρμακον. . . . Περισσότερα

μαγάρα (η)

ακαθαρσία, κοπριά, μαγάρισμα, λέρα για τις γυναίκες: η βρωμιάρα, η ανήθικη. Ταιριάζει πιο πολύ ο χαρακτηρισμός γαϊδούρα. φράση: “Η μαγάρα του κερατά” – “Μωρή παλιομαγάρα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαγάρα /ἡ/ (Μέγαρον, Σ. μαgάρε, Ἰ. machiare) = φαύλη, διεφθαρμένη, βρωμιάρα, στρίγγλα, (Ἀλ. μαγαρέ-jα) = γαϊδοῦρα. Τα . . . Περισσότερα