Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Χ

χὰ

Χὰ ἐπίρρ. παρακελ. § ἄγε. Π. χὰ νὰ ἰδοῦμ᾿, ἐμπρός, κοντὴ νεραντσοῦλα φουντωτὴ (ᾆσμ. 7). Σημ. Ἰδ. τὴν συλλ. ἐν λ. ἄ. Ὁ Βυζ. παρ. τὴν λ.

χαβαλές (ο)

το πρόσθετο και ογκώδες φορτίο μτφ.: ο οχληρός, ο φορτικός επιστάτης Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαβαλὲς /ὁ/ (Ἀ. χαβαλὲ) = ἐξέχων ὄγκος ἢ ὕψος φορτίου, Βαλαώρα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χαβάνι (το)

ο γουδί, ξύλινο, πέτρινο ή και μεταλλικό σκεύος. Χρησίμευε για να τρίβουν ή να πολτοποιούν  διάφορα υλικά, καρπούς, καρυκεύματα, σκόρδα κ.ά. Απαραίτητο εξάρτημα του χαβανιού είναι το γουδοχέρι ή κοπανέλι. Τα ξύλινα γουδιά τα ΄λεγαν επικρατέστερα καυκιές. Σε καταμετρήσεις περιουσιών (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: 1751, Νο 175: “κοπανέλι ένα οπού . . . Περισσότερα

χαβανοχέρουλο (το)

το γουδοχέρι ή κοπανέλι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαβανοχέρ(ου)λο /τὸ/ (Ἀ. Τ. χαβάν, Σ. ἀβὰν-χεὶρ) = χαβανόχερο, γουδόχερο. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χάβαρο (το)

το κοινώς λεγόμενο αχιβάδι, εδώδιμο οστρακοειδές δίθυρο μικρού μεγέθους. Τρώγεται μαγειρευτό ή ψητό κατά την περίοδο της Σαρακοστής προ του Πάσχα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χάβαρο /τὸ/ (Τ. χαφὲ = ἄκρα, ὄχθη) = ποικιλία τοῦ διθύρου «κάρδιον» ἢ «ἀφροδίτη», ἀχηβάδιον τοῦ ἰχθυοτροφείου κατωτέρας ποιότητος. Τα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα

χαβάς

“Κι αυτός τον χαβά του” Λέξη τούρκικη. Ερμηνεύεται “σκοπός, μελωδία άσματος” (Δημητράκος). Μεταφορικά (χαβά) επιμένω σε κάτι).

χαβί (το)

το γκέμι, το χαλινάρι του αλόγου Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαβὶ /τὸ/ (κημός, χάω, Λ. habere) = χαλινός, γκέμι, καπίστρι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χαβί = τό δέσιμο τοῦ κάτω σιαγωνιοῦ τῶν ἀτίθασων ὑποζυγίων μέ χαλκά ἤ σχοινί. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής . . . Περισσότερα

χάβρος (ο)

ο σιδηρουργός. Τα σιδηρουργεία στη Χώρα ήταν στην περιοχή του Αγίου Μηνά, τα λεγόμενα γύφτικα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χάβρος /ὁ/ (Λ. faber, Ἰ. fabbro) = μεταλλοτεχνίτης, σιδηρουργός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης χάβρος (ὁ)  μεταλλοτεχνίτης, σιδηρουργός,  (ΙΤ. faber, fabbro). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

χαβώνω

βάνω καπίστρι, χαλιναγωγώ. Παλιότερα που οι λύκοι ήταν μάστιγα για τα κοπάδια, είχαν ειδικό ξόρκι, “πώς να χαβώσεις λύκο”. Μεταξύ άλλων έλεγε το ξόρκι αυτό: “φύλαξε τα ζώγια του δούλου του Θεού Τάδε – εδώ δεμένο και αμποδεμένο λύκο, το μονολύκο, τον Κυριακολύκο, το Δεπιτερολύκο, τον Τριτολύκο … τον Σαββατόλυκον. . . . Περισσότερα

χαγιάτι

Χαγιάτ(ι) /τὸ/ (Τ. χαγιὰτ) = ἰσόγειον, ὑπόγειον, ὑπόστεγον οἰκίας.

χαζεύω

Χαζεύω (Τ. χὰζ) = θεῶμαι, παρατηρῶ, χρονοτριβῶ εἰς ἄσκοπον θέαν.

χάζι

Χάζ(ι) /τὸ/ (Τ. χὰζ) = θέαμα, θεαματικὴ τέρψις. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Κάνω χάζι, το απολαμβάνω. Από το τουρκικό haz, η ευχαρίστηση. Σχετικό είναι και το χαζός. Ο Φιλίντας (Ι/Ι84), από το χασμός, χα(ν)δός (συμφυρμός), με παραασχετισμό προς το χάζι (Ανδριώτης) Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

χαζίρι (επίρρ.)

έτοιμος, είμαστε χαζίρι: “εγώ είμαι χαζίρι, εσύ ετοιμάστηκες;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαζίρ(ι) /ἄκλ./ (Τ. χαζὶρ) = ἕτοιμος, ἐν τάξει, ἀμέσως, γρήγορα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Χρησιμοποιείται στην Καρυά ευρύτατα και είναι τουρκικής προελεύσεως hazir. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

χαϊδεύω

χαϊδεύω = κολακεύω τινὰ ἐφαπτόμενος διὰ τῶν χειρῶν. βλ. χάϊδος

χαϊδοκοπέλα, η

Χαϊδοκοπέλα, η: (χά(ι)δι + κοπέλα) = η χαϊδεμένη κοπέλα, έκφραση υπερτίμησης ή και υποτίμησης ενός κοριτσιού.

χαϊδονοικοκυρά

χαϊδεμένη νοικοκυρά, καλή νοικοκυρά (και ειρωνικά). Χαϊδονοικοκυροπούλες ονόμαζαν στο τοπικό ιδίωμα τις κόρες των ανώτερων τάξεων της πόλης (εμποροκτηματιών, ευγενών κτηματιών, δοκτόρων). Στα νοταριακά ΄΄εγγραφα αναφέρονται ως “χαϊδοοικοκυροπούλες”.

χάϊδος

Χάϊδος, § οὕτω προσφωνοῦμεν τὰ μικρὰ παιδία κολακεύοντες αὐτά. Π. ἔλα χάϊδό μου = ἐλθέ, καλό μου παιδί. Ἐκ τούτου καὶ ῥ. χαϊδεύω = κολακεύω τινὰ ἐφαπτόμενος διὰ τῶν χειρῶν. Σημ. Ἡ λ. εἶνε Λακωνικὴ ἀρχαία ἀπαντῶσα παρ᾿ Ἀριστοφ. χάϊος, περὶ ἧς ὁ Σχολ. (Λυσιστρ. 90)· «χάϊος = ἀγαθός, εὐγενής». . . . Περισσότερα