Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπαρούφα (η)

σφάλμα, ανακάτεμα, αθέμιτη πράξη, απατεωνιά, δολοπλοκία. φράση: “Την έκαμες τη μπαρούφα σου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπαρούφα /ἡ/ (Ἰ. baruffa) = συμπλοκή, διαπληκτισμός, πρᾶξις ἐπίμεμπτος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Ένα Σχόλιο

  1. Για το λεκτικό λήμμα ‘’μπαρούφα’’ από την ιταλική, που πάει να πεί ‘’μπερδεμένος καβγάς’’, ταιριάζει καλύτερα στην ελληνική ως αντιστοιχία ‘’συγχυσμένος διαπληκτισμός’’, να ήθελε δλδ επιφέρει σύγχυση, αντί συγκεκριμένου ουσιαστικού νοήματος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.