μπαρούφα (η)
σφάλμα, ανακάτεμα, αθέμιτη πράξη, απατεωνιά, δολοπλοκία. φράση: “Την έκαμες τη μπαρούφα σου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαρούφα /ἡ/ (Ἰ. baruffa) = συμπλοκή, διαπληκτισμός, πρᾶξις ἐπίμεμπτος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Αντρέας Αγρότης -
Για το λεκτικό λήμμα ‘’μπαρούφα’’ από την ιταλική, που πάει να πεί ‘’μπερδεμένος καβγάς’’, ταιριάζει καλύτερα στην ελληνική ως αντιστοιχία ‘’συγχυσμένος διαπληκτισμός’’, να ήθελε δλδ επιφέρει σύγχυση, αντί συγκεκριμένου ουσιαστικού νοήματος.