νιτερέσο (το)
το συμφέρον, το ενδιαφέρον, το κέρδος. Παροιμ. : “για το ξένο νιτερέσο, άφ΄κε τ΄ μπόρτα της περέσι“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ν(ι)τερέσο /τὸ/ (Ἰ. interesse) = ἐνδιαφέρον, συμφέρον, κέρδος, δοσοληψία, ὑπόθεσις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Και ν(ι)τερεσάδα. Το συμφέρον, ιταλιστί interesso από το λατινικό απαρέμφατο interesse. Πρβλ. και το αγγλικό interest.
Από το ενδιαφέρον προέκυψε το διάφορο (συμφέρον) και η “ενδιαφέρουσα” κατάσταση της εγκύου.
Ο πληθυντικός σε μας νιτερέσα και κοροϊδευτικά νιτερεσάδα (η).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Νιτερέσα, τα: vῑv δωρ, και αττ. εγκλ. αιτ. του γ΄ προσ. της προσωπ. αντωνυμίας αντί αυτόν-ήν-ό =το ίδιον συμφέρον, συν έτερος-α-ον (αντί του άλλος). Εξ ου τα εταιρικά συμφέροντα (λατ. interesse).
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα
βλ. ν(ι)τερεσάδα