Όλες οι λέξεις στο Α
«Άει στον κόρακα» εκ του «ες κόρακα», αυτούσιος αρχαιοελληνικός ιδιωματισμός, και ρ. «σκορακίζω = στέλλω τινά ες κόρακα», σε ξαποστέλλω όπως τα αποφάγια προς βρώσιν στο κόρακα. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ιωαν. Σταματάκου). Λέγεται ως η πλέον ανώδυνη βρισιά «άει στον κόρακα…», και ο κόραξ –κος, όπως εύκολα συμπεραίνεται, είναι ηχομιμητική . . . Περισσότερα
ελπίζω, αναμένω. “Δεν έχω καμιά παντοχή” ή “Έχω την απαντοχή στο Θεό”. παροιμίες: “Όπου απαντέχει να φάει , δε πεινάει” – “Άνεπάντεχα μου ΄ρθε αυτό το καλό χαμπέρι“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπαντέχω: (ἐπί, ὑπό, ἀντὶ-ἔχω) = προσδοκῶ, ἐλπίζω, ἀναμένω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
η φωλιά της σφήγκας. (ασφηγκοφωλιά) Σχηματίζεται όπως της μέλισσας με πολυγωνικά διαμερίσματα. Η φωλιά προσκολλάται κυρίως σε πέτρες, κλαδιά δέντρων, τρύπες κατοικιών κ.λπ. μτφ.: όμιλος υπόπτων ανθρώπων, κακοποιών. στην ραπτική: πτυχώσεις απομιμούμενες το σχήμα της σφηκοφωλιάς, όπως π.χ. στις λευκαδίτικες ποδιές της “Ρωμαίικης” φορεσιάς στο σημείο που γαζώνεται το ποδοσκοίνι . . . Περισσότερα
το γνωστό ενοχλητικό έντομο, λεπτότερο απ΄τη μέλισσα που της μοιάζει πολύ. Το τσίμπημά της είναι επώδυνο και επικίνδυνο. πρόγνωση καιρού: “Όταν βλέπεις πολλές σφήκες το καλοκαίρι, περίμενε βαρύ χειμώνα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀσφῆκα /ἡ/ = σφὴξ ἡ κοινή, ὑμενόπτερον λεπτότερον τῆς μελίσσης κιτρινωπὸν κεντρίζον ὀδυνηρῶς. . . . Περισσότερα
άλογα αφηνιασμένα
(Απο)ληρ(η)μένο: μτχ. παρακ. του αποληρέομαι-ούμαι = είμαι μωρός, μωρολογώ και λήρος, ο, = ο ανόητος, ο μωρός.
για την όρεξη, για λιχουδιές. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη Ετυμολογική σημείωση: αν το απετίτο προέρχεται από το ιταλ. appetito (= όρεξη), τότε η έκφραση γράφεται ορθά γι’ απετίτο. Αν, ωστόσο, προέρχεται από το βενετ. petìto (όμοιας σημασίας), τότε θα πρέπει να γραφεί για πετίτο . . . Περισσότερα
θα σας πυροβολήσω
ψηλά, στο αέρα Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας Ετυμολογική σημείωση: τα γενικοφανή επιρρήματα ή οι γενικοφανείς επιρρηματικές εκφράσεις, άλλοτε ελληνικής και άλλοτε δάνειας προέλευσης, είναι συνηθέστατες στις γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες των Επτανήσων (π.χ. δελέγκου, του μάκρου, μονοτάρου, απίκου κ.ά.). Στη νεοελληνική κοινή επιβιώνουν . . . Περισσότερα
a specchio: κατ’ ὄψιν, (ΒΕΝ. spechio, IT. specchio).
στοκαρισμένα, (ΙΤ. stucco).
Ἄ. ἐπίρρ. παρακελ. §ἄγε. Π. ἄ νὰ φύγουμε = ἄγε φύγωμεν. Σημ. 1. Οἱ Λευκάδιοι λέγουσι καὶ ἄε ἀντὶ ἄ. Π. ἄε νὰ φύγουμε· ὅπερ ἐγένετο ἀφαιρέσει τοῦ Γ ἐκ τοῦ ἄγε (ἴδε Συλλαβ. 3)· ὥστε ἔχομεν ἄγε, ἄε καί, ἐκ τούτου ἄ. (Σύλλαβ. 5). Σημ. 2. Δὲν ἤθελε σφάλει . . . Περισσότερα
Μπαίνει σε ποικίλες φραστικές αποχρώσεις, πχ. άβαθος=ρηχός, πηγάδι άβαθο, λαγκάδι άβαθο κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Δεν πρόκειται για επιφώνημα, αλλά για το γνωστό στερητικό α– της διαχρονικής ελληνικής (Π.Γ. Κριμπάς)
Από το αρχαίο “άγε = εμπρός, έλα”. “Χάει νυφούλα μ΄, στο καλό και να σε ιδούν καληώρα”. (δημ.). 2) δηλωτικό απειλής. φρ. “άει φύγε από δω γιατί, θα φας ξύλο”. 3) δηλωτικό κατάφασης. φρ. “Μήπως είδες τ΄άλογο μου; – Χάει το είδα”. 4) υποθετικό = εάν, αν, αποβάλει όμως το . . . Περισσότερα
(ιταλ. a risico): διακινδύνευση, ατυχία βλ. ρίζικο, ριζ΄κάρω
(ιταλ. a risico marittimo): με θαλάσσια διακινδύνευση
(βενετ. a tornàr): με επιστροφή
η καταβολή έναντι χρέους λογαριασμού, έναντι δόσης. Σε χργρ. (λογαριασμός εσόδων-εξόδων) του 1744 κατοίκου της Χώρας διαβάζομε: “έδοσα ακόντο δια την ρόγα (=μισθός υπηρέτη) της αυτής (δουλεύτρα) μονέδα …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀκόντο: (Ἰ. acconto) = ἐπὶ λογαριασμῷ, προσθέτως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
με αναρριχτό το πανωφόρι ή το σακάκι στον έναν ώμο: “Έριξε τη χλαίνη α-λα-σκάγια κι έφυγε” – “έβαλες το σακάκι σου, βλέπω, α-λα-σκάγια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀλασκάγια: /ἐπίρ./ (ἀλύσκω, ἀλυσκάδην) = ἀνάρριχτα, ἐπὶ τῶν ὤμων. «ἔρξε τὸ σουρτοῦκο τ’ ἀλασκάγια καὶ πάει». Tα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα
η απόφαση, η πρόθεση. (απροπόζιτο) Η λέξη προτάσσεται κάποιας συζητήσεως, κάποιου θέματος, π.χ. ας έρθουμε στο θέμα μας τώρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Από το ιταλ. a proposito ή το βενετ. a propòsito (= επί τη ευκαιρία). (Π.Γ. Κριμπάς)
ρωτάμε με επιφυλακτικότητα – και συμπληρώνουμε με το όχι: “Θα πας στη συναυλία; – Αμπά …” – “Ήσουνα κι εσύ εκεί που έγιναν τα επεισόδια; Α-μπα, όχι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: Το ελλ. μπα θα μπορούσε να προέρχεται από το ιταλ. ba(h), επιφώνημα που σημαίνει . . . Περισσότερα
επάνω, από πάνω του στέκει με πολλή στοργή και ελπίδα εκείνος που φορτικότατα, ενοχλητικά στέκει δίπλα (πάνω) από τον άλλο. “Πήγαινε, παιδάκι μου, και λίγο πιο πέρα, τι στέκεσαι αγπανωθιός μου!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπανωθιὸ(ς): /ἐπίρ./ = ἐπάνωθεν, μετὰ στοργῆς, τὸ προστατεύειν τινὰ μετ’ ἀδιαπτώτου . . . Περισσότερα
Α(ε)γγαστρωμένη, η: (μτχ. παθ. παρακ. του α(ε)γγαστρώνω) = η εγγαστρωμένη (εν γαστήρ). Επίσης (εν +κύω) = εγκύμων = έγκυος, εγγαστρωμένη. Ετυμ. ρίζα κυ-, εξ ου κύλιξ, κύαθος, κύκαρη, κύμα, κύτος =κοιλότης, κ.λ.π. αγγαστρωμένη
βλ. πατ(η)σά
θωπεύω, καλοπιάνω Εδώ Πόρος – Ν. Ζαβιτσάνος Ετυμολογική σημείωση: λέξη της νηπιακής γλώσσας (Π.Γ. Κριμπάς)
η λέξη χρησιμοποιείτε κυρίως στα τυχερά παιχνίδια. φρ. “τάχομε αβάκα” = παίζουμε συνεταιρικά από κοινού· ισότοπη κατάθεση χρημάτων, συμφωνία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάκα: /ἡ/ (Ἄβαξ, Ὶ. abaco) = ἀπὸ κοινοῦ, συνεταιρικῶς (μεταξὺ συμπαικτῶν τυχηρῶν παιγνίων). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Η αναγωγή της . . . Περισσότερα
μικρό λιμάνι, βαθύ και υπήνεμο. Η παρήχηση των λέξεων και η γλήγορη συμπροφορά τους δημιουργεί …αστεΐσμόν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάλη: /ἡ/ (ἀ – βάλλω. Ὶ. avalloΣ. οὐβάλα) = ὁρμίσκος, βαθύπεδον, ὑπήνεμον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Τα ελλ. ἀ– + βάλλω δεν θα . . . Περισσότερα
βλάβη, συκοφαντία, ρετσινιά, φρ. “μου κόλλησαν μια αβανιά” ή “μ΄αφήνουν εμένα οι αβανιές των παλιανθρώπων να προκόψω;” – “έπεσα σε αβανιές και την έπαθα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβανιὰ: /ἡ/ (Ἰ. avania) = ἀδίκημα, παρεκτροπή, λαθροχειρία. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Με βρήκε ή σε βρήκε . . . Περισσότερα
(ιδμ) συκοφάντισα, κακόγλωσση (μτφρ το Ιτλ avania = καταδυνάστευση, υπερβολή) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε Ετυμολογική σημείωση: Βλ. και αβανιά (Π.Γ. Κριμπάς)
βοήθεια, στήριγμα. φρ. “βάστα μου αβάντα”. Συχνά έχει επίμεμπτη σημασία. φρ. “αυτός έχει πολλές αβάντες”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάντα: /ἡ/ (Ἰ. avanti) = ἐπικουρία, ἐνίσχυσις, ὄφελος, κέρδος (οὐχὶ ἀμέμπτου ἐνίοτε προελεύσεως). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Το ιταλικό avanti, που θα πει εμπρός ή . . . Περισσότερα