Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Δ

δ΄

Δ΄, ἐπίρρ. δεικτ. Π. γιὰ δ᾿ ἐκεῖνο σ᾿ ἐρώτησα = διὰ ἐκεῖνο σ᾿ ἠρώτησα· λέγ. προσέτι καὶ γιὰ τ᾿ ἐκεῖνο. Εἰς τὴν καθαρεύουσαν γλῶσσαν δὲν ὑπάρχει ἀντίστοιχον αὐτοῦ μόριον. Πιθανώτερον δὲ φρονοῦμεν ὅτι τοῦτο ἐπέχει τόπον τοῦ ἀρχ. παραπληρωματικοῦ γέ. Π. γιὰ ᾿δ᾿ ἐσὲ ἀρνήθηκα τὸ ᾿σπίτι μου = σοί . . . Περισσότερα

δ(ι)χάλι

Δ(ι)χάλι /τὸ/ (δὶς-χηλὴ) = δίχαλον, κλάδος μὲ δύο ἐκφύσεις, τὸ σημεῖον διακλαδισμοῦ. διχάλι

δα (σύνδ.)

είναι το χαρακτηριστικό μόριο της λευκαδίτικης διαλέκτου και χρησιμοποιείται σε ποικίλες μορφές εκφράσεων. Δε λέγεται ποτέ μόνο του, ούτε πάει στην αρχή φράσεων. φράση: “Μα δα, μου ΄πες τίποτα;” – “Μα δα ξέρω;” – “Κάτσε δα ήσυχος.” – “Έλα δα φύγε.” κλπ. Οι άλλοι Επτανήσιοι δεν έχουν δα. Αντ΄ αυτού . . . Περισσότερα

δαγκανάρι

Δαγκανάρι § Οὕτω λέγεται κυρίως ἑκάτερος τῶν δύο τοῦ καρκίνου δηκτικῶν ποδῶν. Σημ. Ἐκ τοῦ δαγκάω, δαγκανός, κατὰ τὸ πετάω, πετεινός, καὶ ὑποκορισμῷ δαγκανάρι.

δαγκαρούφα (η)

πρόχειρο φαγητό, κολατσό με ψωμί και κρασί, εξ΄ ου: δάγκα-ρούφα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δαγκαροῦφα /ἡ/ (δάκνω-ροφῶ) = πρόγευμα ἐξ ἄρτου καὶ ροφήματος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δακρέτο (το)

η αρχή , η εξουσία στην εποχή της Ενετοκρατίας στη Λευκάδα (1684-1787). Σε καταγραφή (vadomio) 1750, Νο 175 (στο χωριό Βουρνικάς) (Ιστορικό Αρχείο της Λευκάδας) διαβάζομε: “Ης ενέργειαν του αφθεντικού μαντάτου του εξοχότατου προβλεπτού αγίας μάβρας εκπορευόμενο από το δακρέτο του …”.

δαμάγκι (το)

εξάρτημα του νερόμυλου. Τετράγωνο χοντροσίδερο, στο κέντρο της πλάντρας (κάτω από τη φτερωτή) Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

δαμάλι

«Ποῦ μ΄ ένα γρόθο Ἐσκότωσε τριέτικο δαμάλι» (σελ. 306, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ). Λέγεται συνήθως οὐχὶ ἡ δάμαλις, δηλαδὴ ἡ νέα βοῦς, κατὰ τὴν παρ΄ ἀρχαῖοις σημασίαν, ἀλλ΄ ὁ νεαρὸς βοῦς.

δαμαλοκράκτης (ο)

το πεπειραμένο βόδι του ζευγαριού, που γυμνάζει, κατά κάποιο τρόπο, να συνηθίσει στο ρυθμό του οργώματος, το νέο τσοκανισμένο (ευνουχισμένο) τριετές ή διετές δαμάλι. Τέτοια βόδια υπήρχαν σε αρκετά χωριά, κι όποιος ήθελε να κάμει δικό του ζευγάρι με νια δαμάλια, τα ΄στειλε στον τάδε του χωριού που είχε δαμαλοκράκτη. . . . Περισσότερα

δαμασκένιο (ή δαμάσκο ή δαμασκηνό)

ύφασμα ομώνυμο, μεταξωτό κυρίως, που ερχόταν από τη Δαμασκό. Σε προικοσύμφωνο του 1825 (χωριό Πόρος) βρίσκομε: “Τσουμπές δαμασκηνός, γαλάζιος με χρυσογάιτανα”. και σε χειρόγραφο του 1754 (Ιστορικό αρχείο της Λευκάδας) λογαριασμός εσόδων-εξόδων: “…ένα κοντέσι δαμασκένιο και ποδιά παρόμοια …” (Τα γεωργικά της Λευκάδας, σελ 224).

δάντζια (η)

τελωνείο, δασμός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δάντζια -ο /ἡ, τὸ/ (Ἰ. dazio) = φόρος, δασμός, τελωνεῖον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δαραγένιον

(da raggio): ύφασμα μεταξωτό και πολυτελές, χρωματιστό, του εμπορίου, προερχόμενο από Ρωσία, Ιταλία ή Συρία (Στην κυριολεξία μάλλον σημαίνει ακτινοβόλο, λαμπερό)

δαύτος -η, -ο

αυτός, ετούτος, εκείνος. “Το μπελία μου βρήκα με δαύτονε …” – “Άει στο … καλό με δαύτηνε.” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δαῦτος -η -ο (ἠδὲ αὐτός, ταυτὸν) = καὶ οὗτος:  «μπᾶ τὶ μ’ ηὗρε μὲ δαύτονε», «ἄει στὰ τσακίσματα σὺ καὶ δαῦτος». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

δάφνη (η)

το δέντρο δάφνη συνδέεται με την ιστορία, λαϊκή παράδοση και θεραπευτική του τόπου μας: “Περί πόνου καρδίας και κοιλίας. Ας μασήσει δάφνης φύλλα και ας καταπίνει την ουσίαν τους. και τα μασημένα φύλλα ας τα βάνει επάνω εις τον ομφαλόν και περνά ο πόνος της κοιλίας”.

δαφνοκοκκίδα -ες

δαφνόκοκκος, ο καρπός της δάφνης. Σε γιατροσόφι περασμένου αιώνα σημειώνεται: “οποιανού του πονούν τα γόνατα ή τα νεφρά: Πάρε δαφ(ι)νοκοκκίδες και κοπάνισον ψιλές έως αλεύρι, βράσε ζόχον με κρασί και να τα ρίξεις όλα μέσα και ας πίνει”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 72/27).

δειάφι (το)

το θειάφι, τειάφι, θείον. Το τειάφι είναι γεωργικό φάρμακο, καταπολεμά κυρίως την αρρώστια που οι χωρικοί μας τη λένε ανάγκη, ένα είδος στάχτης που επικάθεται στα σταφύλια. Τα κλήματα αυτά τα λέμε αναγκεμένα. Το τειάφι στη θεραπευτική: Σε γιατροσόφι παλιό γράφεται: “Εις μύτην φάγουσα. Πάρε δειάφι και λιβάνι και βάλε . . . Περισσότερα

δειλ(ι)νὸ

Δειλ(ι)νὸ /τὸ/ (δείλη) = τὸ δεῖλι, τὸ ἀπόγευμα, ἐλαφρὸν πρόδειπνον.

δειλινάω

κάνω πρόδειπνο, τρώγω ελαφριά, απογευματινό “άριστον”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δειλινάω (δείλη) = τρώγω ἐλαφρῶς τὸ ἀπόγευμα, προδειπνῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

δείξος (ο)

επίθετο με αόριστη σημασία. Συνεκφέρεται με άλλες λέξεις ως βρισιά ή απειλή: “Τον ποίσο, το δείξο, τον τελεσό” , φράση που υποδηλώνει όλες τις κακότητες και παλιανθρωπιές του ανθρώπου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δεῖξος -α -ο (δείκνυμι) ἡμιαόριστον ἐπίθετον ὑποσημαῖνον παραλειπομένας ἀπειλὰς ἢ ὕβρεις: «τὸν ποίσο, . . . Περισσότερα

δείστω

Δείστω (εἰ δὴ ἔστω) = ἐὰν πράγματι, ἀφοῦ πλέον, τοὐτέστι, ὡς φαίνεται.