π΄γεντάω και ἀναπιεντάω και πιεντάω
λογαριάζω, υπολογίζω, σέβομαι, υπακούω.
φράση: “Έχω κι αυτόν τον κόνσολα, π΄δε με πγεντάει καθόλου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Π(ι)γεντάω (Ἰ. pieta) = εὐλαβοῦμαι, σέβομαι, ὑπακούω, ἀκούω, ἐννοῶ, ἀντιλαμβάνομαι (συμπλ/κῶς).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀναπιεντάω καί πιεντάω = δέν σέ ὑπολογίζω γι᾿ ἀντίπαλο, δέν σέ ἀναπιεντάω (δέν σέ ὑπολογίζω, δέν σέ λογαριάζω).
Πιγεντάω = λογαριάζω, δέ σέ πιγεντάω (δέν σέ λογαριάζω), δέν σέ συγκρίνω μέ τόν ἑαυτό μου, δέ σέ θεωρῶ ἀντάξιο ἀντίπαλό μου.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής