‘ραθυμάω
Ῥαθυμάω § Μέσ. ὀρέγομαι (κυρ. ἔδεσμά τι). Π. ἡ ἀγγαστρωμένη ἐρραθύμησε πῆτα. βλ. καί ξεραθ(ι)μάω και ξερραθυμάω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ῥαθυμάω § Μέσ. ὀρέγομαι (κυρ. ἔδεσμά τι). Π. ἡ ἀγγαστρωμένη ἐρραθύμησε πῆτα. βλ. καί ξεραθ(ι)μάω και ξερραθυμάω
Ῥαΐζω, § ῥήγνυμι· παθ. ῥαΐζομαι = ῥήγνυμαι. Π. ῥαΐζει᾿ ἡ καρδιά μου = συγκινεῖται, συμπαθεῖ, συντρίβεται. ΚΝ. Σημ. Οὕτω λέγ. καὶ οἱ Κρῆτες (Φιλίστ. Δ’. σ. 522).
Ῥοβολάω § τρέχω τὸν κατήφορο τοῦ ὄρους. Ἐκ τούτου καὶ ῥόβολο = ὁ κατήφορος. Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ βάλλω ἐμαυτὸν ἀπὸ τοῦ ὄρους, ὥστε πλῆρες εἶνε ὀροβολάω.
Ῥουθοῦνι § ῥώθων. Φ. δὲν ἄφησε ῥουθοῦνι = τοὺς κατέστρεψεν ὅλους (κυρ. ἐπὶ ἀνθρώπων). Σημ. Ὁ Βυζ. ἀγνοεῖ τὴν φράσιν.
Ῥουκανάω καὶ ῥουκανίζω § τρώγω ξηρόν τι ἔδεσμα, ὡς παξημάδια κτλ. Ἐκ τούτου καὶ ῥουκάνισμα = τὸ ῥουκανίζειν. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ ῥυκανάω, ῥυκανίζω. Ὁ Αἰνιὰν γρ. ῥοκανίζω (Ἀθ. σ. 96).
Ῥοχαλιάζω ἰδ. ῥουχνίζω.
το μέρος της κεφαλής γύρω από το αυτί. Η ρίζα του αυτιού. φράσεις: “Θα σ΄ φάω το ρiζαύτι” – “τον τουφέκισε στο ρ΄ζαύτι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρ(ι)ζαύτ(ι) /τὸ/ (ρίζα-ὠτίον) = ἡ κατὰ τὴν ρίζαν τοῦ ὠτὸς χώρα, ὁ κρόταφος, τὸ μηλίγγι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος . . . Περισσότερα
οι πρόποδες, τα πλάγια ενός υψώματος, τα ριζά. (ριζό) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρ(ι)ζὸ /τὸ/ (ῥίζα) = οἱ πρόποδες λόφου, ἡ ἀρχὴ τοῦ ὑψώματος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ριπίζω χύνω κάτω κατά λάθος υγρό ή στερεό πράγμα. “Μου ρ΄πίστηκε το φαΐ στο δρόμο, που πήγαινε για τους αργάτες” – “Μου ρ΄πίστικε το σιτάρι, οι ελιές κλπ, από το τσουβάλι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρ(ι)πίζω (ριπίζω, ριπτάζω) = ἀπορρίπτω, χύνω, σκορπῶ (βλ. λ. ρειπίζω). Τα . . . Περισσότερα
κάνω κάτι ερείπιον, ή γίνομαι ερείπιο. (ρπίζω) φράσεις: “αφήσαμε το πατρικό μας σπίτι και ρείπισε τελείως” – “ο Τάδε, πάει πια, ερείπισε” (=κατέρρευσε λόγω γηρατιών). χύνω κάτω χρήσιμο πράγμα ή υγρό ή στερεό. “Μου ρ΄πίστηκε ο καφές” – “Το τσουβάλι με το σιτάρι ήταν τρύπιο, και ρειπίστηκε. Το σπείραμε στο . . . Περισσότερα
τοπικό γλύκισμα του ταψιού, χρώματος υποκίτρινου.
“…λέγεται ελληνικά ράριον … και είναι βασιλικόν ιατρικόν πινόμενον ή με νερό ή με κρασί. Είναι δια κάθε πόνον και σφάκτην του σώματος” βλ. και λιομπάρμπαρο Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
περνώ άσκοπα την ώρα μου, ψάχνω, χαζολογώ. “Εγώ σκοτώνομαι τη δουλειά κι ελόγου σου ραγανεύεις”.
επιτραπέζιο σταφύλι, λευκό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ραζακὶ /τὸ/ (Π. Τ. ραζικῆ) = ποικιλία λευκῆς ἐπιτραπεζίου σταφυλῆς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ῥαζακὶ § εἶδ. λευκῆς σταφυλῆς. Π. ἄσπρο σταφύλι ῥαζακὶ καὶ κόκκινο κεράσι (ᾆσμ. 17). Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ῥάδιξ = ῥάδαξ κατὰ τὸ ῥαδινὸς . . . Περισσότερα
Ράζο /τὸ/ (Ἰ. raso-sodare) = ἐπίρραμα, ὑπόρραμα, περίρραμα, ἐνισχυτικὴ ταινία.
Ραΐλα /ἡ/ (Ἀγ. Rail, Ἰ. ralla) = σιδηροδοκίς, σιδηροτροχιά, γραμμή.
Ραιλιάζω βλ. λ. ρελιάζω.
κακοποιώ σεξουαλικά, ασελγώ, βιάζω. φράση: “Έκαμε κι έρανε με δαύτην” – “να κάμ΄ς και να ράν΄ς”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ραίνω (ῥαίω) = κακομεταχειρίζομαι, κακοποιῶ σεξουαλικῶς: «τ’ν πῆρε νάν τνε κάμ’ καὶ νάν τ’νε ῥάνῃ» = τὴν ἀπήγαγε πρὸς κακοποίησιν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης βλ. . . . Περισσότερα
το γνωστό οινοπνευματώδες ποτό που γίνεται με απόσταξη τσίπουρων σταφυλιών. Η απόσταξη γίνεται με το λαμπίκο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρακὴ -ὶ /ἡ, τὸ/ (Τ. ρακῆ, Ἰ. a-rach) = δριμὺ οἰνοπνευματῶδες ποτὸν (προϊὸν λαϊκῆς ἀποστάξεως). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ράκλι /τὸ/ (Ἰ. raccogliere) = σύγκλησις, συνάθροισις, συγκομιδή, κατάντημα.
ξύλινο βαρέλι για το ρακί. Σε κτγρφ. του 1727 βρίσκομε: “δυο ρακοβάρελα”. Σε άλλη του 1784: “ένα βαρέλι ρακάδικο”.
μικρό μπουκάλι για ρακί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρακογυάλι /τὸ/ («ρακὴ»-ὕελος) = ρακοπότηρο, μικρὸν ποτήριον δι’ ἡδύποτον, φιάλη ἡδυπότου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ῥακογυάλι § μικρὸν ὑέλινον ποτήριον, δι’ οὗ πίνομεν τὴν ῥακήν. ΚΝ. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
το καζάνι του λαμπίκου (αποστακτήρα) μέσα στο οποίο βάνουν άστιφτα τσίπουρα. Από κάτω του καίει η φωτιά.
ξύλινο καυκί, ξύλινη κούπα. Σε χργρφ. γιατροσόφι από το χωριό Πόρος διαβάζομε: “Η κουφοξυλιά είναι δυο λογιών: ¨Επαρε ιατρέ, τα φύλλα της και βράσε τα εις τρίτον και δώσε ένα ρακοκαύκι να πίνει εκείνος όπου είναι ασθενισμένος από την χολήν.
θεραπευτικό σκεύασμα, μείγμα λιβανιού και ρακής. Γινόταν ως εξής: Έπαιρναν μπαμπάκια, τ΄ άνοιγαν απλωτά και τα τοποθετούσαν σ΄ ένα πιάτο. Ύστερα πάνω στο μπαμπάκι έριχναν λιβάνι κοπανισμένο, ψιλό σα σκόνη, κι απάνω στη σκόνη αυτή έριχναν ρακί, που γινόταν ένα σώμα με το μπαμπάκι. Αυτό το μπαμπάκι το ΄βαναν πάνω . . . Περισσότερα
το μικρό ποτήρι, που μ΄ αυτό κερνούσαν ρακί. Τα ποτηράκια αυτά σήμερα τα βαφτίσαμε: “του ούζου” και τα χρησιμοποιούμε να κερνάμε μ΄ αυτά κάθε ηδύποτο. Επικράτησε όμως η παλιά ονομασία ρακοπότηρο, απ΄ την εποχή που η απόσταξη ρακής στη Λευκάδα ήταν νόμιμη, και το ρακί ήταν το μοναδικό, σχεδόν, οινοπνευματώδες . . . Περισσότερα
επικλινής κατασκευή στα λιμάνια για την ανέλκυση και καθέλκυση μικρών σκαφών.
Ράμπια /ἡ/ (Ἰ. rabbia) = ὀργή, εὐρεθισία, ἰδιοτροπία, βαναυσότης.
Ράμπιος -α -ο (Ἰ. rabbia) = ὀργίλος, εὐερέθιστος, ἰδιότροπος, βάναυσος.
Ράνει = ρῆμα πού σημαίνει κακοποιεῖ, π.χ. θά κάνει, θά ράνει. βλ. και ραίνω