Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παπόρι (το)

  1. το καραβάκι, που λέγεται άλλως και παπόρο
  2. ο θυμωμένος, ο αγανακτισμένος άνθρωπος. “Το ΄μαθα, χριστιανέ μου, κι έγινα παπόρι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παπόρι /τὸ/ (Ἰ. vapore) = ἀτμόπλοιον, ἄνθρωπος ἠγανακτισμένος, «μόλις τώμαθ’ ἐγίνκε παπόρι».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.