Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σέκος -α -ο

  1. ο στεγνός, ο άβρεχος
  2. ο ακίνητος, ο πεθαμένος. “Έπεσε απ΄ την ελιά κι έμεινε σέκος”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σέκος -α -ο (Ἰ. secco) = ἄνυδρος, ξηρός, στεγνός, στερεός, ἀκίνητος, νεκρός.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


λέγεται και το ξερό τυρί

Κάλαμος -Ρέα Μανωλάτου


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.