σέκος -α -ο
- ο στεγνός, ο άβρεχος
- ο ακίνητος, ο πεθαμένος. “Έπεσε απ΄ την ελιά κι έμεινε σέκος”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σέκος -α -ο (Ἰ. secco) = ἄνυδρος, ξηρός, στεγνός, στερεός, ἀκίνητος, νεκρός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
λέγεται και το ξερό τυρί
Κάλαμος -Ρέα Μανωλάτου