Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τράω

βλέπω, κοιτάζω.
“Προχώρα και τράω εγώ”.
Το αρχαίο τηρέω, Αριστοφάνης, Σφήκες, 1386: “τηρού μη λάβης υπώπια” = τήραξε μη φας ξύλο.
παροιμία: “κάβουρα στραβά πατείς, τήραξε την προκοπή σου” (Ι.Ν.Σταματέλος).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τηράω -άζω (τηρέω -ῶ) = παρακολουθῶ διὰ τοῦ βλέμματος, παρατηρῶ, προσβλέπω.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Βλέπω, προσέχω. Λέμε “τήρα” αντί κοίτα, να δεις. Το αρχαίο τηρώ, φυλάγω, παρατηρώ. Συνηθισμένο και το ασυναίρετο τηράω (τράω). Ανέκδοτο “πραζ να τράω;” (πειράζει αν κοιτάω;).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Τηράω καί τράω = κοιτάζω, τί τηρᾶς ἐσύ (τί κοιτᾶς ἐσύ;).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Τηράζω καὶ τράζω, τηράω καὶ τράω § ὁρῶ, παρατηρῶ. ΚΝ. Π. πάγουρα, στραβὰ πατεῖς, τήραξ’ τὴν προκοπή σου (παροιμ. 1). § προσέχω Π. τήραξε καλὰ μὴν πέσῃς. Ἐκ τούτου τηραξὰ = τὸ βλέμμα, ἡ βολὴ τοῦ ὀφθαλμοῦ. Π. μ’ ἔδωκε μιὰ τὴν ταραξιὰ καὶ μοῦ ’γγίζει τὴν καρδιά.

Σημ. Τὸ ἀρχ. τηρέω καὶ τηρέομαι (Σύλλ. 1). Π. Τήραξε μὴν πάρῃς ξυλιαὶς = τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια (Ἀριστοφ. Σφ. 1386).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.