τράζω
Τράζω βλ. λ. τηράω -άζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τ’ράζω: κοιτάζω, βλέπω, εκ του ρ. τηρέω-ώ, επιτηρώ, παρατηρώ, κ.λ.π.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!