Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Η

ήγκζμα (ήκουσμα)

(ιδμ) χρτησιμοποιείται σε φράσεις όπως: “Θα μαλώσουμε και θα γίνει ήγκζμα”,  “Πιάστηκαν στα χέρια κ ιέγινε ήγκζμα” = έγινε ο χαμός, ακούστηκε πολύ

ήκουσμα (το)

άκουσμα, παράδειγμα, χτυπητή πληροφορία ή είδηση, σημαντικό γεγονός. “Θα πάει ήκουσμα” – “Αν γίνει αυτό … θα πάει ήκουσμα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἤκουσμα /τὸ/ (άκούω) = ἄκουσμα, παράδειγμα, συγκίνησις τῆς κοινῆς γνώμης. «θὰ σὲ σκοτώσω καὶ θὰ σκοτωθῶ νὰ μείν’ ἤκουσμα». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

ηλιοσκόπος (ο)

πιθανότατα το φυτό ηλίανθος, ήλιος. “Περί τον ηλιοσκόπον. Τα άνθη και τον καρπόν αυτού βάλε εις δέρματι αετού και βάσταζε μετά σου. Τα φύλλα σμίξε με ροδόσταγμα και αλειφόσουν το πρόσωπον και πορεύου εις πάσαν άνθρωπον άγριον ή ληστήν και εσέ προσκυνούν και τιμούν. Τη ρίζα του βάσταξε και για . . . Περισσότερα

ήμαρτον (επίρρ.)

Έχομε τοπικά τις φράσεις: ‘Έπεσα ήμαρτον να με σώσει” – “Είμαστε στο ήμαρτον, χανόμαστε” – “Δεν είσαι δα και ήμαρτον, τι σκούζεσαι;” κ.α. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἥμαρτον /οἱονεὶ ἐπίρ./ (ἐκ τοῦ ἁμαρτάνω) = συγγνώμην, λυπήσου με, σῶσε με. (ἄκλ. ἐπίθετον) = ἐνδεής, ἀξιοθρήνητος. 1. «ἔπεσε . . . Περισσότερα

ημέρες της γριάς

κατά τη λαϊκή αντίληψη, ημέρες της γριάς είναι οι τρεις τελευταίες μέρες του Μάρτη. Τον παλιό καιρό -λένε- ο Μάρτης ήταν στη σειρά των μηνών πριν το Φλεβάρη. Ο Μάρτης, λοιπόν, ήταν πολύ κρύος και οι γίδες δε γεννούσαν λόγω κρύου. Εγέννησε όμως η γίδα μιας γριάς κατ΄ εξαίρεση. Κι . . . Περισσότερα

ημερομήνια (τα)

οι δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου. Από τις καιρικές συνθήκες των ημερών αυτών, που η κάθε μια αντιστοιχεί και σ΄ ένα μήνα του χρόνου, κάνοντας αρχή από τον Αύγουστο, ο λαός μαντεύει τον καιρό που θα επικρατήσει σε κάθε αντίστοιχο μήνα. Π.χ. αν την πρώτη Αυγούστου βρέξει, και τον επόμενο Αύγουστο . . . Περισσότερα

ἤμορο

Ἤμορο /τὸ/ (γῆ-μείρω) = γήμορον, γεώμορον, τὸ ποσοστὸν τῶν παραχθέντων καρπῶν ποὺ δίδει ὁ καλλιεργητὴς εἰς τὸν ἰδιοκτήτην τοῦ κτήματος ὡς ἀποζημίωσιν διὰ τὴν ἐκμετάλλευσίν του.

ἤμουνα

Ἤμουνα § ἤμην (παρατατ. τοῦ εἰμί). Σημ. ὁ χρόνος αὗτος τοῦ ῥήματος κλίνεται ἰδιορρύθμως οὕτως:  ἤμουν(α), ἤσουν(ε), ἤταν(ε), ἠμάστε(νε), ἠσάστε(νε), ἤτα(νε). Καὶ ἐν γένει τὰς αὐτὰς μεταβολὰς πάσχουσι καὶ πάντα τὰ παθ. ῥήματα, οἷον· ἐλεγόμουν(α), ἐλεγόσου(νε), ἐλεγόντα(νε), κτλ. (ἰδ. ἐμένα).

Ηνωμένες Πολιτείες

ομάδα μικρών χωριών ή συνοικισμών στη νότια Λευκάδα. Αποτελούνται από το Μανάσι, τους Αγίους Θεόδωρους, το Νικολή, τον Άγιο Βασίλειο. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη  

ήουν – ή(γουν)

δηλαδή. Σε παλιό χειρόγραφο (1744 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας, λογαριασμός εξοδείας 1744-1758) διαβάζομεν τη φράση: “έχο εξοδία καμομένη σε φαγούρα ήγουν προσφάγη κρασί και άλα χρειαζούμενα λ.(ίτρες) 540″.

ἥπατα

Ἥπατα /τὰ/ (ἥπαρ) = αἱ σωματικαὶ δυνάμεις. «δὲν ἔχω ἥπατα νὰ πάω», «μοῦ κόπκαν τὰ ἥπατα». (β. λ. γήπατα ἧς τὴν ἐτυμολογίαν νομίζω ὀρθοτέραν). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἥπατα καὶ γήπατα (ἥπατα) = δυνάμεις· (τὸ μέρος ἀντὶ τοῦ ὅλου), φρ. δὲν μοῦ ἔμειναν ἥπατα – δὲν ἔχ᾿ ἥπατα ν᾿ . . . Περισσότερα

ήσκνα

λειχήνα παρασιτική στους κορμούς των δέντρων, εν είδει ψύχας ψωμιού, μαλακή και σαρκώδης. Κατόπιν επεξεργασίας γίνεται υλικό για ν΄ ανάβουν με “σπίθα πέτρας” οι πρωτόγονοι αναπτήρες με το μακρύ φιτίλι, τα λεγόμενα “τσακμάκια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἤσκ(ν)α /ἡ/ (Λ. esca) = παρασιτικὴ λειχὴν τῶν δένδρων . . . Περισσότερα

ἡςςςς

Ἡςςςς = μέ τό ἡ καί τό παρατεινόμενο ςςς παραβάνουν τά σκυλιά γιά νά ἐπιτεθοῦν.

ηύβρεμα και (γ)ηύρεμα

εύρημα, κάτι που βρίσκει κανείς τυχαία μικρής ή μεγάλης αξίας. Λέγεται και για ανθρώπους: “Αυτός ο άνθρωπος ήταν για μας ηύρημα”, δηλ. μας βοηθάει, μας κατανοεί, μας αγαπά. Παροιμία: “ηύρε η νύφη μας το γενί στην πόρτα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ηὕρεμα καί Ἤβρεμα /τὸ/ (εὑρίσκω) = εὕρημα, . . . Περισσότερα

ηχός (ο)

η ηχώ, ο αντίλαλος της φωνής μας ανάμεσα σε λόφους και φαράγγια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἠχὸς /ὁ/ = ὁ ἦχος, ἡ ἠχώ, ὁ ἀντίλαλος, ἡ μουσικὴ ἀπόχρωσις ᾄσματος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης