Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Υ

υἵπατα

Υἵπατα § αἱ τῶν γονάτων ἀρθρώσεις. Μ. αἱ δυνάμεις τοῦ σώματος, ἡ ἀνδρεία τῆς ψυχῆς. Φ. δὲν πιάνω υἵπατα = δὲν ἀναλαμβάνω τὰς σωματικάς μου δυνάμεις· δὲν μὲ βαστᾶν τὰ υἵπατα = δὲν ἔχω ἀνδρείαν, τόλμην· τρέμουν τὰ υἵπατά μου = λύονταί μου γυῖα (Ὅμηρ.). Σημ. Ἡ λ. εἶνε ἴσως . . . Περισσότερα

ὕλη

ὕλη: πλῆθος ἀκατεργάστων ξύλων, κάθε κομμένο ξύλο, γενι­κῶς τά ὑλικά. (ΑΡΧ, ὕλη).[1] [1]  Ἀ. Ὀρλά νδου, Ἰ. Τραυλοῦ, Λεξικόν Ἀρχαίων Ἀρχιτεκτονικῶν Ὅρων, ΑΘΗΝΑΙ 1986, σελ. 256).

υποστατικό (το)

απαντάται κυρίως στον πληθυντικό: τα υποστατικά = τα αγροκτήματα, ιδίως τα μεγάλα αγροκτήματα, τα περιβόλια κ.λπ. “Τα υποστατικά, όπου επήρα του στάθι γάλου, ίνε δια τα χρέγη του γιανι Κλονιάρη και εξετιμοθησαν τα αυτά ιποστατικά, τζεκίνια εκατόν πέντε …” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας, “δικαστικά χειρόγραφα”, 1744″.

ύπουργα (τα)

τα απαραίτητα σύνεργα, εργαλεία του τεχνίτη. “Επήρες μαζί σου τα ύπουργα;” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὕπο(υ)ργο /τὸ/ (ὑπὸ-ἔργον) = τὸ ἐργαλεῖον τῆς τέχνης. «ἔχομ’ οὖλα τὰ ὕποργα τ’ μαραγκοῦ». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ὕπουργα (τά): τά ἀπαραίτητα ἐργαλεῖα τοῦ τεχνίτη. Ἡ λέξη εἶναι ἀρ­χαιο­τάτη. Στούς ἀρχαίους . . . Περισσότερα

ύσσωπος

αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό. Ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

ύστερο (το)

το κατάποδο (βλ. λέξη) ή αδέρφι = σωματικό όργανο της λεχόνας που αποβάλλεται ευθύς μετά την γέννηση του παιδιού

υφάδι (το)

το νήμα του αργαλειού που περνάει οριζόντια από τις κάθετες κλωστές του στημονιού με τη σαγίτα (σαΐτα). παροιμία: “Όλα είναι φάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι / και το καημένο το κρασί όλα τ’  αποστομώνει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὑφάδ(ι) /τὸ/ (ὑφαίνω) = τὸ νῆμα . . . Περισσότερα

υφάντρα (η)

αϋφάντρα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὑφάντρα /ἡ/ (ὑφαίνω) = γυνὴ ἔμπειρος εἰς τὴν ἐγχώριον ὑφαντικήν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ύψωμο (το)

γύψωμο (βλ. λέξη) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὕψωμο /τὸ/ (ὑψόω -ῶ, ἅγιος-ψωμὸς;) = σφραγιστὸς ἄρτος προσκομιζόμενος εἰς τὴν ἐκκλησίαν πρὸς εὐλόγησιν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

υψώνω

ανεβάζω, εξυψώνω, δοξολογώ την ημέρα. Π.χ. πολλοί τάζουν λειτουργίες και κάνουν αρτοκλασίες σε αγίους διαφόρων εκκλησιών. Τότε λέμε ότι “υψώνομε τον άγιο” ή “την ημέρα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὑψώνω (ὑψόω -ῶ) = ἀνατίθημι, ἑορτάζω, τηρῶ τὴν ὀνομαστικὴν ἑορτήν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης