Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ψ

‘ψώνι

᾿Ψώνι § τὸ ὤνιον. Ἐκ τούτου ᾿ψωνίζω = ὠνοῦμαι, ἀγοράζω καὶ ᾿ψωνιστὴς ὁ ἀγοραςής. Σημ. Ἐκ τοῦ ὀψώνιον (Σύλλ. 38).

ψ(η)λοκάγκανος

Ψηλοκάγκανος /ὁ/ (ὑψηλὸς-κάγκανος) = ἀκόμψως πανύψηλος, ὑψηλὸς χωρὶς χάριν, ὑψηλὸς καὶ ἰσχνός.

ψ(υ)χόπιασμα

Ψυχόπιασμα /τὸ/ (ψυχὴ-πιάζω) = ἀναληπτικὸν κατὰ τῆς ἐξαντλήσεως, τονωτικόν.

ψάλι (το)

εξάρτημα του σαμαριού. Τα ψάλια είναι δύο κεκαμμένα μπρατσόλια, που ενώνονται στην κορυφή και πάνω σ΄ αυτά καρφώνονται τα κολιτσάκια (δίδυμο άγγιστρο).

ψαλίδα

χρήσιμο εργαλείο που το χρησίμοποιούσαν για τον καθαρισμό των δένδρων και το κλάδεμα των αμπελιών. Άλλο είδος ψαλίδας χρησιμοποιούσαν για το κούρεμα των ζώων

ψαλιδόχορτο (το)

το φυτό πολυτρίχι ή αγριαγγουριά. Έχει ιαματικές ιδιότητες. “Αυτό το βοτάνι μα το βράσει με νερό εις τρίτον και να το πίνωσιν εκείνοι οπού έχουν δύσκολην ανάσαν”.

ψαλλίδα

Ψαλλίδα /ἡ/ = τὸ ἔντομον σκολόπενδρα ἢ σαρανταποδαροῦσα, τὸ ἔντομον χηλήουρος, ἡ πιστευομένη πάθησις τῶν τριχῶν τῆς γυναικείας κόμης ὁσάκις διχοτομοῦνται κατὰ τὸ ἄκρον.

ψάνη (η)

μεστωμένα στάχυα, χλωρά ακόμα που τα μαζεύουν στην κατάλληλη εποχή και τρώνε τον μεστωμένο καρπό σιταριού καψαλίζοντας τα γένια των σταχυών στην φωτιά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψάνη /ἡ/ (πτίσσω, ἔψω) = δέσμη χλωρῶν σταχύων μεστοῦ σίτου ψηνομένη ἐλαφρῶς εἰς τὴν πυρὰν πρὸς βρῶσιν. Τα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα

ψανή (η)

τα βραστερά όσπρια, αλλιώς κάλοψα. η μαλακή γη, αλλιώς ψανότοπος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψανά, ψανή. Τὰ εὐκολόβραστα καὶ τὰ ταχέως διαθρυπτόμενα ὄσπρια. φρ. ἡ φακή μου εἶνε ψανή. Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

ψάρα (η)

ψυχανθές φυτό αυτοφυές, κοινώς αγριόμπιζο. Φυτρώνει στις ορεινές περιοχές του νησιού και το μαζεύουν σε δύσκολες εποχές και το μαγειρεύουν. Ο καρπός του είναι σας του αρακά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψάρα /ἡ/ = ἄγριον ὄσπριον τρωγόμενον ἐν χλωρᾷ καταστάσει. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ψαρονέφρι (το)

το τρυφερό κρέας του σφαχτού κοντά στα νεφρά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψαρονέφρι /τὸ/ (ψόα-νεφρὸς) = τὸ παρὰ τοὺς νεφροὺς ἐσωτερικὸν τρυφερὸν κρέας, τὸ μπὸν φιλέ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ψαροπούλι (το)

το χρυσοπούλι, θαλασσοπούλι ή αλκυώνα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψαροποῦλ(ι) /τὸ/ (ὀψάριον, Ἰ. pollo) = ἀλκυών, χρυσοποῦλι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ψαροσάκουλο

σακούλι στο οποίο τοποθετούσαν οι χωρικοί τα ψάρια που αγόραζαν από την πόλη

ψαρώνες

έτσι έλεγαν τα μεγάλα και εκλεκτά ψάρια, όπως η σφυρίδα, ο ροφός, η συναγρίδα κ.ά. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

ψάχαλο

Ψάχαλο, ἰδ. τσάχαλο. Σημ. Ἐκ τοῦ ψήχω = λεπτύνω τι, καθιστῶ αὐτὸ ἄχρηστον.

ψαχουλεύω και ψαχαλεύω

ψάχνω να βρω κάτι στηριζόμενος στην αφή των δακτύλων μου. “Τι ψαχουλεύεις εκεί;” – “Τα ψαχούλεψα όλα, αλλά δεν βρήκα τίποτα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψαχαλεύω καί ψαχ(ου)λεύω (ψόα, ψαύω-χηλεύω) = ἀναζητῶ διὰ τῆς ἀφῆς, ψάχνω μὲ τὰ δάκτυλα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ψειρίζω

Ψειρίζω (φθεὶρ) = συλλέγω τὶς ψεῖρες ἄλλου, ἐρευνῶ τὸ τριχωτὸν τῆς κεφαλῆς κ.τ.λ. πρὸς ἐξόντωσιν ψειρῶν.