Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ε

(πρώτη) ελιά

παιδικό παιχνίδι, διασκεδαστικό και αθλητικό Ασκούσε τους παίχτες στο πήδημα ύψους με την αντιστήριξη των χεριών. Το έπαιζαν περισσότεροι από δύο. Ο ένας καθόταν “μάνα” και ήταν υποχρεωμένος να σκύψει, να λυγίσει τη μέση του, στηρίζοντας τα χέρια του στα γόνατα, με το κεφάλι μέσα, και οι άλλοι ένας ένας . . . Περισσότερα

ε (επίρρ.)

να, ιδού. – Ε, ο Γιάννης ήρθε. Ε, η θάλασσα. – Ε, καημένε; Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔ, ἐπίρ. δεικτ. Π. ἔ᾿ ὁ ἄνθρωπος, ᾿ποῦ ζητᾷς = ἰδὲ ὃ αἰτεῖς ἄνθρωπον. Κι᾿ ὁ χάρος ἒ ᾿ποῦ ᾿πλάκωσε ᾿ς τοὺς κάμπους καββαλάρης (ᾆσμ. 27). Ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας . . . Περισσότερα

έβγαλτον

ασθένεια, “όταν έχεις να ανοίξεις πάθος, ήγουν έβγαλτον” Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

έγε δ΄ έτσι (επίρρ.)

Φράση που σημαίνει, μόλις, με το παραμικρό, με ελάχιστη προσπάθεια. “Έγε δ΄ έτσι του έκαμα κι έπεσε” “Πώς είναι ο άρρωστός μας;” , Απάντηση: ‘Έγε δ΄΄ έτσ΄ είναι.” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔγε δ’ ἔτσι β.λ. ἔδε. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Εδε-(γ)έτσ(ι). Αυτό το . . . Περισσότερα

ἐγεδέτοι καί ἐδεδέτοι

’Εγεδέτοι καὶ ἐδέδετοι, ἐπίρ. δεικτ. τρόπον. § οὕτω πως. Π. τὸν ἐβάρεσα ἐδεδέτοι οὕτω πως, § οὕτως, ὅπως ὁ ἄρρωστος εἶνε ἐγεδέτοι οὕτως εἶεν, ὅπως ἦτον. Σημ. Τὸ μόρ. τοῦτο συντίθεται ἐκ τῶν δεικτ. ἐγ᾿, ἐδ᾿ (ἅπερ ἰδὲ) καὶ τοῦ τροπικοῦ ἔτσι (πρβλ. Φιλίς. Α΄. 287). Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν . . . Περισσότερα

έγκαψη (η)

επιθυμία, πρόθεση, πόθος. “Τι μπα κι έχω έγκαψη;” – “Δεν έχω έγκαψη να τόνε γιδώ”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔγκαψι /ἡ/ (ἐν-καίω, καῦσις) = διακαὴς πόθος, σφοδρὰ ἐπιθυμία. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Σφοδρή επιθυμία για κάτι. Από την πρόθεση εν και το ρήμα καίω. . . . Περισσότερα

έγκλειση (η) και ἔγκληση

πλατύ μεμβρανώδες ξίγκι που συνδέει τα έντερα των σφαγίων. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔγκλ(ει)ση /ἡ/ (ἐν-κλείω) = ὁ μεμβρανολιπώδης σύνδεσμος τῶν ἐντερικῶν ἑλίκων τῶν σφαγίων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἔγκληση = τό φαγώσιμο ἀδενῶδες μέρος πού περιβάλει τά ἐντόσθια τῶν σφαγίων. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας . . . Περισσότερα

ἐγκολέθ(η)κε

Ἐγκολέθ(η)κε (ἐν-ἐκολλήθη) = κατέλαβέ τινα δυσμενὴς κατάστασις διαρκείας, κατατρύχει τινὰ ἐπίμονος δυσμένεια. «ξέρω κι’ ἐγὼ τὶ τὸν ἐγκολέθκε κι’ ἔχει τόσον καιρὸ ἄρρωστος».

εγκρεμής -ής -ές

εκτεθειμένος, στα χαμένα, χωρίς λύση, η υπό συζήτηση ή διαπραγμάτευση υπόθεση. – “Η δουλειά είναι εγκρεμής ακόμα” – “Τα άφησε όλα εγκρεμή κι έφυγε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐγκρεμὴς /ὁ, ἡ, τὸ/ = ἀνέκβατος, ἐξηρτημένος, ἐκκρεμής. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

εγκρεμός (ο)

γκρεμός, απότομη κατηφοριά. Δημοτικό τραγούδι: “Μηλιά μ΄ που ΄σαι στον εγκρεμό τα μήλα φορτωμένη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐγκρεμὸς /ὁ/ = κρημνός, ἀπότομος κατωφέρεια, βάραθρον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

ἔγνοια

Ἔγνοια § φροντίς, μέριμνα. ΚΝ. Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. ἔννοια. Ἡ τροπὴ τοῦ ν εἰς γ πρὸ ἑτέρου ν φαίνεται ὅτι εἶναι λείψανον τῆς Αἰολικῆς διαλέκτου, διασωθὲν ἐν πολλοῖς μὲν εἰς τὴν Λατινίδα φωνήν, ὡς εἶνε τὰ cognomen, cognosco, cognobilis, κτλ. ἀντὶ con-nomen, con-nosco, con-nobilis, ἐν ὀλίγοις δὲ καὶ παρὰ . . . Περισσότερα

εδαφονομή (η)

η παραχώρηση κτήματος για καλλιέργεια έναντι ετήσιου μισθώματος (Ιδιωτικός Κώδικας)

έδε (επίρρ.)

δεν πηγαίνει μόνη της η λέξη, πάντα προσδιορίζει ή συμπληρώνει την έννοια μιας άλλης: “εδεδώ” -“έδεκεί” – “εδαυτού”. Προσδιορισμός τόπου: εδώ ακριβώς εκεί ακριβώς – “έδε τόσο”= τόσο δα, “εδεπά”=εδώ που είμαστε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἔδε (ᾦδε), συναντᾶται σύνθετον εἰς τοὺς τύπους: ἔδ’ ἀπάνου, ἔδε . . . Περισσότερα

εδεκεί

Εδεκεί: για έμφαση στο εκεί, όπως και το εδεδώ, για έμφαση στο εδώ, (αρχ. ηδέ +…). βλ. εδέ

ειδίσματα

(πάντα στον πληθυντικό): είδη ατοικά ή οικικακής και εξωοικιακής χρήσης

είδος – ειδίσματα (πληθ.)

τα είδη, τα υπάρχοντα του σπιτιού, του ατόμου. “Έχασα το είδος μου” – “Ετακτοποίησα τα ειδίσματά μου”. Παροιμία: “Χάνει κανείς το είδος του, χάνει και την ψυχή του” = Όταν δεν ξέρομε ποιος μας έκλεψε ένα είδος και υποψιαζόμαστε κάποιον, χωρίς βεβαιότητα.

εινόρατα (τα)

είνορο στη δημοτική (και στο χωριό) είναι αντί της λέξεως όνειρο. Τα λέγανε έτσι παλιά τα όνειρα. Το δημ, τραγούδι λέει: “Μαλλάμο, τα εινόρατα (κατά τα ονείρατα)  / ΄ς το νου σου μην τα βάνης, /  τα είνορα είναι ψέμματα / και μην τα συλλογιέσαι” (Π. Αραβαντινού, Ηπειρώτ. Τραγ. σ. . . . Περισσότερα

εἰσὲ

Εἰσὲ § εἰς Π. ἤρτανε εἰσὲ κακὰ μέτρα. Σημ. ἰδ. ΄σε .

εκειός -είνη -ειό

εκείνος -η -ο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἐκειὸς -είνη -ειὸ (ἐκεῖ-ός, ἑκεῖ-ἥ, ἐκεῖ-ὅ) = ἐκεῖνος -η -ο. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Η δεικτική αντωνυμία, εκείνος – η – ο με ιδιωματικό πληθυντικό “εκειά” (εκείνα) και το γνωστό ιδιωματικό “εκειός εκεί”. Παρεμφερές και το μεσαιωνικό . . . Περισσότερα