παρόλα -ες
κουβέντα, συζήτηση, πειραχτικά λόγια.
φράσεις: “πολλές παρόλες, βλέπω, έχετε …” – “Μου ρίχνει παρόλες, όταν με συναντάει, και δε θα τα πάμε καλά”. _ “Με σφάζει με τις παρόλες του” – Ασ΄τον αυτόνε, αν δεν πει την παρόλα του, θα σκάσει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λόγος πειραχτικός. Λέμε “μου ρίχνει (ή πετάει) παρόλες”. Είναι η ιταλική parola, κουβέντα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης