Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τρίμμα (η)

μικρό κομμάτι ψωμιού, ψίχουλο.
μτφ.: λέγεται για πολλά πράγματα: Π.χ. “έφαγα ένα τρίμμα κρέας” – “Ένα τρίμμα φαΐ, και δεν μπορούμε να το απολαύσουμε” – “έβαλα στην πίτα ένα τρίμμα τυρί που το φύλαγα” – “δώσ΄ του κι αυτουνού ένα τρίμμα να μη ζηλεύει” ( μεταξύ παιδιών).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τρίμα /τὸ/ (τρίβω, θρύμμα) = ἐλάχιστον, ψίχουλον: «ἕνα τρίμα ψωμάκι».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Τρίμμα (τρίβω). Ο Βαλαωρίτης, πάλι στο Φωτεινό του (2, σελ. 350) ” … και δόσε του ένα τρίμμα” (από τη δύναμη σου, Χριστέ). Και σε μας ένα τρίμμα (κομμάτι) ψωμί.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Τρίμμα τρίμμα-τρίμματα. Συνηθέστατα εἶνε εἰς χρῆσιν ἀντὶ τοῦ ὀλίγον. Φρ. δόμ᾿ ἕνα τρίμμα ψωμὶ – στάσου ἕνα τρίμμα – τριμμάκι = ᾿λιγάκι.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.