Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Τ

τ(ι)γάρ΄ς (επίρρ.) καί τοίγαρις

μήπως, μπας και … “τγάρ΄ς και το ΄μαθε” – “τ΄γάρ΄ς και τα ΄κουσα”. το αρχ. τοίγαρις και μοίγαρις = μήπως (τιγάρις /τιγάρς) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τι(γ)άρ(ι)ς (τοιγάρ, τί γάρ – εἰ) = μήπως, μὴ τάχα, μὴ ἄραγε. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τοίγαρις καὶ μοίγαρις . . . Περισσότερα

τ(ι)γιόρις (ερωτημ. επιφών.)

ορίστε; πώς είπατε; Όταν μας φωνάζουν ή μας αποτείνουν το λόγο δε λέμε “τι” – “τι θέλεις”, αλλά “ορίστε”. Αν πούμε “τι” θα μας πουν “τίξ΄νο και ξερό”. Το τγιόρις είναι η λέξη “του καλού καιρού” της λεγόμενης ευγενούς συμπεριφοράς. Βλ. τιόρις

τ(ι)νάζω

Τινάζω = τινάσσω, σείω, ἐκτινάσσω, συγκομίζω διὰ ραβδισμοῦ ἐλαιοκαρπόν, ἀμύγδαλα κ.τ.ὅ.

τ(ι)νέλλο

Τινέλλο /τὸ/ (Ἰ. tinello) = πρόχειρος τραπεζαρία, καπνιστήριον. τνέλλο

τ(ου)λούπα (η)

ποσότητα μαλλιών προβάτου ή γίδας έτοιμα για γνέσιμο. Έχομε και τλούπες / τουλούπες λιναριού. Τις τοποθετούν στη ρόκα για γνέσιμο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τ(ου)λοῦπα /ἡ/ = τολύπη, σφαιροειδὴς μᾶζα, σφαίρωμα ἐρίου, βάμβακος, λιναρίου κ.τ.τ. διὰ γνέσιμον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τ(ου)μπέτι (το)

φόρεμα γυναικείο της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς, “Ρωμαίικα”, από χοντρό δίχρωμο (καφέ-μαύρο), μάλλινο, κλαρωτό (= με κλάρες και άνθη). Στη διχρωμία δεν έλειπε ποτέ το μαύρο. τουμπέτι / τμπέτι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τ(ου)μπέτ(ι) /τὸ/ (τύμβος, Ἰ. tubo) = φοῦστα στενή, φουστάνι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

ταβανιάζω

ταβανιάζω: κατασκευάζω τό ταβάνι. Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου Ταβανιάζω § κατασκευάζω τὴν ἄνω ὀροφὴν (τὸν οὐρανὸν) τῆς οἰκίας. Ἐκ τούτου ταβάνιασμα. Π. Τὸ ’σπῆτι ἔχει καλὸ ταβάνιασμα = ἡ ὀροφή του εἶνε στερεῶς κατεσκευασμένη. ΚΝ. Σημ. Ἡ λ. φαίνεται ἔκφυλος. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

τάβανος

Τάβανος /ὁ/ (Ἰ. tafano) = τὸ ἔντομον αἱματοπότης ὁ βροχομάντης τὸ προσβάλλον ἰδίᾳ τὰ ὑποζύγια κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνας.

ταβᾶς

Ταβᾶς /ὁ/ (Τ. ταβᾶ) = μικρὸ ταψί, ταψάκι μὲ δύο χειρολαβάς.

τάβλα (η)

σανίδα, γεύμα, τραπέζι φαγητού. Φράση: “Τι είχε η τάβλα σήμερα;” Δημ. τραγ.: “Σε τούτ΄ την τάβλα που ΄μαστε, σε τούτο το τραπέζι / τον άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε”. μέτρο επιφάνειας: τάβλα ή σανίδα (=tavolla), υποδιαίρεση του ενετικού στρέμματος. Ένα στρέμμα = 625 τάβλες (Ροντογιάννης, τόμος Α΄σελ. 647). Σε . . . Περισσότερα

ταβλάδο (το)

ξύλινη οροφή, ή πάτωμα, σκάλα κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταβλάδο /τὸ/ (Ἰ. tavolato) = σανίδωμα, ξύλινον διάφραγμα, ὀροφὴ τοῦ ξυλίνου δρυφράκτου ἐσωτερικῆς κλίμακος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ταβλάδο: ξύλινη ὀροφή ἤ πάτωμα. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

ταβλάτσο (το)

μεγάλο ράφι από σανίδες, πατάρι ξύλινο, μακρύ τραπέζι των ξυλουργών Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης ταβλάτσο (τό): μεγάλο ράφι ἀπό σανίδες, πατάρι ξύλινο, μακρύ τραπέζι τῶν ξυλουργῶν. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου χαμηλό τραπέζι φαγητού Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας

ταβλί (το)

μικρό κομμάτι σανίδας Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης ταβλί (τό): μικρό κομμάτι σανίδας. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

ταβλομέσαλο (το)

μεσάλι της τάβλας. Τα ταβλομέσαλα (=τραπεζομάντηλα της τάβλας) είναι στολισμένα με δαντέλα (=μέρλο) στην περιφέρεια τους και συχνά με κέντημα στο κέντρο.

ταβολίνο (το)

στρογγυλό τρίποδο τραπέζι που το ΄βαναν στις γωνιές των σαλονιών Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταβολίνι -ο /τὸ/ (Ἰ. tavolino) = στρογγύλον τριποδικὸν τραπεζάκι σαλονιοῦ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

ταγιάρω

κόβω, ανοίγω, κυρίως είναι σε χρήση από τους ξυλουργούς, που χρησιμοποιούν και την λέξη τάγιο = κόψιμο τομή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταγιάρω (Ἰ. tagliare) = τέμνω, κόπτω, σχίζω, διανοίγω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ταγιάρω: κόβω, σκαλίζω. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

τάγιο

Τάγιο /τὸ/ (Ἰ. taglio) = τομή, σχάσις, κόψιμον, διάνοιξις διἀ τέμνοντος ὀργάνου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τάγιo (τό): τομή, κόψιμο, (ΙΤ. taglio). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

ταινιάζω

είμαι αδύνατος, καχεκτικός. “Εταίνιασε από την πείνα” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταινιάζω (ταινία -όω, ταινιώδης) = λεπτύνομαι ἀπὸ καχεξίαν, γίνομαι ἰσχνός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης