Όλες οι λέξεις στο Σ
’Σὲ § εἰς. Π. ἦρτε σὲ κακὰ μέτρα. Σημ. Ἐγένετο ἐκ τῆς εις κατ’ ἀφαίρεσιν τοῦ ει καὶ προσθέσει τοῦ ε (Σύλλ. 5) καὶ οὐχί, ὥς τινες θέλουσι, κατὰ μετάθεσιν ἐκ τῆς ες, διότι ἐν Λευκάδι μεταχειριζόμεθα καὶ τὸ πλῆρες εἰσέ. Π. ὅντας θὰ ν’ πᾷς εἰσὲ χοροὺς καὶ εἰσὲ . . . Περισσότερα
᾿Σκαντάλι. (σκάνδαλον) τὸ μικρὸν σίδηρον τῶν πυροβόλων, ὅπερ κινηθὲν ῥίπτει τὸν λύκον.
είδος άγριου βρώσιμου χόρτου. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
’Στρείδι § εἶδος ὀστρακοδέρμου. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ Ὄστρειον (Σύλλ. 38). Ἡ δὲ κατάληξις είδι(ον) ἀντὶ ειον ἐγένετο κατὰ τὸ βιβλίον, βιβλίδιον, νησίον, νησίδιον, ὀψάριον, ὀψαρίδιον (Μ. ἐτυμ. ἐν λ. νησίδιον). Εἶναι δὲ ἄξιον νὰ σημειωθῇ ὅτι αἱ καταλήξεις τῆς δημοτικῆς γλώσσης πρέπει νὰ γίνωσιν ἰδιαίτερον ἀντικείμενον μελέτης, νὰ συνταχθῶσιν . . . Περισσότερα
᾿Σωκόρακο, ἰδ. κοράκι.
υπόγειος
κοιτάζω λοξά με νόημα
με φορτώνεσαι, με ενοχλείς (πιθ. από το Ιτλ. asinao = γάιδαρος/α, asinaggine = γαιδουριά, κτηνωδία) βλ. και σασ(ι)ναμέντο
«… νοιώθω ὅτι μὲ σφάζει …» (σελ. 302, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ). Αἰσθάνομαι πόνον ὀξὺν καὶ διαπεραστικόν
φρ. έχω συννενοηθεί κρυφά, έω συμφωνήσει
δίνω σε αγροληψία κτήμα ή ζώο
«(Μια_ σταλιά» (στάλα): μια σταλαγματιά, μεταφορική έκφραση στον μικροκαμωμένον,η, ο, όπως και τσότσος, η, ον = μικρούτσικος, η, ον, (τόσος-η-ο).
«Να τα στ(υ)λώσεις» (εννοείται τα πόδια), εκ του ρ. στυλόω (στύλος), να στυλώσεις τα πόδια και να μην παρασυρθείς από τους άλλους, να παραμείνεις αμετακίνητος, μεταφορικά να επιμείνεις.
διαλέγω, μαζεύω (ελιές π.χ.) επιλεκτικά κάτι. σδιάλεμα = το μάζεμα του καρπού.
αποξηραμένο σύκο. Έλιαζαν τα σύκα καλά μέσα σ΄ ένα ταψί, ανοίγοντας τα στη μέση, κι ύστερα τα ζύμωναν και τα ΄καναν μικρές μπάλες, τις οποίες έτρωγαν το χειμώνα, κυρίως. (σκομαΐδα)
το εργαλείο που μας βοηθάει να βάνομε εύκολα τη φτέρνα του ποδιού στο παπούτσι. (σκώστρα) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(η)κώστρα /ἡ/ (σηκόω – ῶ) = τὸ κοῖλον ἐργαλεῖον διὰ τοῦ ὁποίου εὐοδοῦται ἡ εἰσαγωγὴ τῆς πτέρνης εἰς τὸ ὑπόδημα, πτερνωστήρ, πτερνοδηγός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ηπατίτιδα των πουλερικών. Κατάρα στις κότες όταν κακαρίζουν ενοχλητικά: “Σου, π΄να σε φάει κακός σκωτάς …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(υ)κωτᾶς καί Σ(η)κοτᾶς /ὁ/ (συκωτὸς) = ἡπατῖτις ἢ χολέρα τῶν ὀρνίθων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
κάνω σουλάτσο, δηλ. άσκοπο περίπατο. σουλατσαδόρος = ο αργόσχολος βολταριστής. “τοκιστής και σλατσαδόρος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(ου)λατσάρω (Ἰ. sollazzare) = πηγαινοέρχομαι ἀργοσχόλως. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σουλατσάρω. Κάνω βόλτες πάνω κάτω. Από το ιταλικό sollazzare (διασκεδάζω, ξεσκάω). Συλατσαδόρος μεταφορικά ο αργόσχολος. Από δω και . . . Περισσότερα
ανακατεύω τη φωτιά να ξανανάψει (συδαυλίζω). Το συμπίεσμα της φωτιάς γίνεται με πρόχειρα μέσα. “Σύμπα τη φωτιά μη μας σβηστεί”. μτφ.: όταν κανείς υποσκάπτει, δουλεύει ύπουλα, ρίχνει λάδι στη φωτιά. “σμπας κι εσύ …λίγο…”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(υ)μπάω (σὺν-παίω) = ἀναμοχλεύω, ὑποδαυλίζω τὴν πυράν. Τα . . . Περισσότερα
αδειάζω το περιεχόμενο βαρελιού ή σακιού σε άλλο όμοιο. Μ΄σναδειάζω Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(υ)ναδειάζω (σὺν-ἀ-δέομαι, δεὴς) = μισοαδειάζω τὸ περιεχόμενον σάκκου εἰς ἄλλον κενόν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
κατευοδώνω, συνοδεύω κάποιον, ως ένα σημείο: “Πήγαινε να τον συνεβγάλεις μη χάσει το δρόμο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(υ)νεβγάνω (σὺν-ἐκ-βάλλω) = προπέμπω, συνοδεύω ἐν ἀρχῇ τὸν ἀπερχόμενον, ἀπομακρύνω εὐσχήμως ἀνεπιθύμητον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Συνεβγάνω = συνοδεύω κάποιον ἔξω ἀπ᾿ τό σπίτι. Το Γλωσσάρι της . . . Περισσότερα
μπαίνω ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν έχουν διαφορές, παρεμβαίνω (σνεμπαίνω) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(υ)νεμπαίνω (σύν, εἰς-ἐμβαίνω) = παρεισέρχομαι, ἐπεμβαίνω, παρεμβαίνω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
η ώρα που επιστρέφουν από τη δουλειά, το σούρουπο. Με την ευκαρεία θυμίζουμε πως οι παλιοί είχαν ορισμένα χρονικά σημάδια – μέτρα – ελλείψει ωρολογίων και κανόνιζαν εμπειρικά τις δουλειές: 1) Το ξέβγαλα, όταν έβγαιναν τα ζώα για βοσκή το πρωί 2) νια οργυιά ήλιος ή ο ήλιος ανέβαινε ένα . . . Περισσότερα
Λέγεται για τον προσδιορισμό της ώρας, όταν φεύγει η μέρα και αρχίζει να σκοτεινιάζει (σχνουδιάζει) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(υ)χνουδιάζει (σὺν-γνόφος, χνοάζω, «χνοῦδι») = συγχέεται ἡ ἀπερχόμενη ἡμέρα μὲ τὴν ἐπερχόμενη νύκτα, βραδυάζει. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Άρχισε να σκοτεινιάζει. Το σ (όχι συν) κόλλησε . . . Περισσότερα
σουρούπωμα (σχνούδιασμα) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Συχνούδιασμα /τὸ/ (σὺν-γνόφος, χνοάζω, «χνοῦδι») = ἡ ὥρα συγχύσεως τῆς ἀπερχόμενης ἡμέρας μὲ τὴν ἐπερχόμενη νύκτα, τὸ λυκόφως, τὸ σούρουπο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
σβουρδάλα / ζβουρδάλα. Μου ΄ρθε ζβουρδάλα, γύρισε ο τόπος. Φαινόμενο της στιγμής ενός ιλίγγου. Κατά την γραμματική, ονοματοποιημένο επίρρημα από το ηχητικό σβουρ, που μας δίνει η σβούρα (περιστρεφόμενο κωνικό όργανο, ξύλινο ή μεταλλικό, παιδικό παιχνίδι, ηχομιμητικό -Κριαράς). Σχετικό είναι και το ιταλικό volta του Λάζαρη, που σημαίνει στροφή. Στο . . . Περισσότερα
Σημάδ(ι) /τὸ/ (σῆμα -άτιον) = σῆμα, σημεῖον, σύνθημα, σκοποβολή, στίγμα.
Σημαδεύω (σῆμα -τεύω) = σκοπεύω, κατευθύνω τὴν βολήν, ἐπιθέτω διακριτικόν σῆμα, καθιστῶ εὐδιάκριτον, στιγματίζω. β. λ. σιμαδεύω.
Σημαδιακὸς -ὴ -ὸ (σημάτιον -ακὸς) = σεσημασμένος, εὐδιάκριτος.
Σιμὰ (σιμὸς) = πλησίον, κοντά.