Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Ηχητικό Υλικό

χαλίπωμα (το)

ο χρόνος από τη δύση του ήλιου ως το σούρουπο, χαλιπώνει, εχαλίπωσε. (βλ. σ΄νέμπασμα). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλίπωμα /τὸ/ (χαλεπός, χαλέπτω) = τὸ λυκόφως, τὸ σούρουπο. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης χαλίπωμα  σούρουπο: ὅπου καί τό τέλος τῆς ἐργάσιμης ἡμέρας, (ΑΡΧ. χαλεπός, χαλέπτω). Λεξικό Ιδιωματικών . . . Περισσότερα

χαμπεριάζω

υπολογίζω, λογαριάζω, σέβομαι κάποιον “Δεν σε χαμπεριάζω, αν ζεις ή πεθαίνεις” – “Αυτός δεν χαμπεριάζει κανέναν”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαμπεριάζω (Ἀ. Τ. χαπὲρ) = ἐνημεροῦμαι, ὑπακούω, σέβομαι, φοβοῦμαι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Τούρκικης προέλευσης. Haber, υπολογίζω στη φράση, δε χαμπαριάζω, δεν λαμβάνω υπ . . . Περισσότερα

χαψά (η)

η μπουκιά φαγητό “Εφάγαμε μια χαψά και φύβγαμε για τ΄ αμπέλι” – “Μόλις έφαγα μια χαψά” ή “μια χαψά ψωμί τρώω και μου τόβγανες από τη μύτη” Παροιμία: “Η πρώτη χαψά είναι ρουφιάνα / κι η δεύτερη πουτάνα” = με την έννοια ότι η πρώτη μπουκιά διεγείρει την όρεξη στους . . . Περισσότερα

ψαχουλεύω και ψαχαλεύω

ψάχνω να βρω κάτι στηριζόμενος στην αφή των δακτύλων μου. “Τι ψαχουλεύεις εκεί;” – “Τα ψαχούλεψα όλα, αλλά δεν βρήκα τίποτα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψαχαλεύω καί ψαχ(ου)λεύω (ψόα, ψαύω-χηλεύω) = ἀναζητῶ διὰ τῆς ἀφῆς, ψάχνω μὲ τὰ δάκτυλα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ψυχοπόνεση ή ψυχοπονιά (η)

συμπόνεση. “Μ΄  πονεί η ψυχή μ΄ έτσ΄ που τόνε βλέπω” = πόνος ψυχής, λύπηση. “Να σε ιδώ να σ’ερνεσαι κι η ψ΄χή να μην πονέσ΄”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(υ)χοπόνεση /ἡ/ (ψυχὴ-πόνος) = ἰλασμός, εὐσπλαχνία, συμπόνια. Ψ(υ)χοπόνια /ἡ/ βλ. λ. ψ(υ)χοπόνεση. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ψυχοπονιέμαι

ευσπλαχνίζομαι κάποιον, είμαι ψυχοπονιάρης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψ(υ)χοπονιῶμαι (ψυχὴ-πόνος) = οἰκτείρω, εὐσπλαγχνίζομαι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης