Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεπατωμένος -η -ο

ο  … χωρίς πάτον. Η λέξη δεν έχει κυριολεκτική έννοια όταν αναφέρεται στον άνθρωπο.
μτφ. λέγεται ως κατάρα ή ύβρις στα ζωηρά και στα απείθαρχα παιδιά: “Μωρέ ξεπατωμένο, να μη σ΄ εύρει ο χρόνος …”
κυριολεκτική σημασία έχει σε σκεύη διάφορα, όπως βαγένια, τενεκέδες κτλ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξεπατωμένος -η -ο (ἐκ-πατέω -ῶ) = ὁ χωρὶς πυθμένα (πᾶτον), κατεστραμμένος, ἀφανισμένος. (λέγεται ὡς κατάρα: «μωρὲ ξεπατωμένο κι᾿ ἀχρόνιαγο!»).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


αισχρή βρισιά για μια γυναίκα, αλλά και χαϊδευτικό, “μωρή ξεπατωμένη”. Εδώ ο πάτος κατ΄ ευφημισμό, τα οπίσθια. Συνώνυμο του “ξεκωλωμένη, ξεκωλιασμένη” (ρήμα ξεπατώνω, αφανίζω). Μτφρ ξεπατώνομαι στη δουλειά, μου βγήκε ο πάτος, κουράστηκα υπερβολικά. Συνώνυμο του (ασεβούς) ξεθεώθηκα. Δεν πρέπει να λέμε “ξεθεώθηκα” ή “της Παναγιάς τα μάτια” κ.τ.ο.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ξεπατωμένο = λέγεται σά βρισιά σέ μικρά παιδιά, ἀλλά ὄχι μέ τή φαύλη ἔννοια, σώπα καϋμένο μου (σώπα ξεπατωμένο).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


 Ξεπατωμένο, το: το χωρίς πάτο, συνεκδοχικά το ξεκληρισμένο, χωρίς γενεά. Μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ξεπατώνω (εκ+πατώνω).Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.