ξεπατωμένος -η -ο
ο … χωρίς πάτον. Η λέξη δεν έχει κυριολεκτική έννοια όταν αναφέρεται στον άνθρωπο.
μτφ. λέγεται ως κατάρα ή ύβρις στα ζωηρά και στα απείθαρχα παιδιά: “Μωρέ ξεπατωμένο, να μη σ΄ εύρει ο χρόνος …”
κυριολεκτική σημασία έχει σε σκεύη διάφορα, όπως βαγένια, τενεκέδες κτλ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεπατωμένος -η -ο (ἐκ-πατέω -ῶ) = ὁ χωρὶς πυθμένα (πᾶτον), κατεστραμμένος, ἀφανισμένος. (λέγεται ὡς κατάρα: «μωρὲ ξεπατωμένο κι᾿ ἀχρόνιαγο!»).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
αισχρή βρισιά για μια γυναίκα, αλλά και χαϊδευτικό, “μωρή ξεπατωμένη”. Εδώ ο πάτος κατ΄ ευφημισμό, τα οπίσθια. Συνώνυμο του “ξεκωλωμένη, ξεκωλιασμένη” (ρήμα ξεπατώνω, αφανίζω). Μτφρ ξεπατώνομαι στη δουλειά, μου βγήκε ο πάτος, κουράστηκα υπερβολικά. Συνώνυμο του (ασεβούς) ξεθεώθηκα. Δεν πρέπει να λέμε “ξεθεώθηκα” ή “της Παναγιάς τα μάτια” κ.τ.ο.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ξεπατωμένο = λέγεται σά βρισιά σέ μικρά παιδιά, ἀλλά ὄχι μέ τή φαύλη ἔννοια, σώπα καϋμένο μου (σώπα ξεπατωμένο).