γάνα (η)
- μουντζούρα, μαύρη σκουριά από το τηγάνι, και άλλα χαλκώματα.
- διαπόμπευση. Παροιμίες: “Άντρας ψηλός, απόστολος, κοντός πομπή και γάνα …”, “Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καραμαντάλω”.
- βρισιά μεταξύ γυναικών: “Μωρή γάνα, μωρή κίσσα” (η γάνα εδώ σημαίνει ανήθικη).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γάνα /ἡ/ (γανάω)(περιπεσὸν εἰς ἀντίθετον ἔννοιαν) = μαύρη κηλίς, αἰθάλη, ἀσβόλη, μουντζούρα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
γάνα (ἡ): καπνιά, μουντζούρα, ( ΑΡΧ. = γανόω, γάνωσις).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Γάνα = καπνιά, μουντζούρα, τό μαύρισμα ἀντικειμένων ἀπ᾿ τόν καπνό.
Γάνα μόνον αἱ γυναῖκες, πρὸς ἀλλήλας διαπληκτιζόμεναι, μεταχειρίζονται τὴν λέξιν ἀντὶ τοῦ ἀλλαχόσε πατρική. Φρ. μωρὴ γάνα, μωρὴ κάσσα. Ἀποκλειστικῶς, γάνα καὶ γανωσὰ = κηλίς, μαύρισμα, μουτζαλιά.
Γάνα § πᾶς μέλας ῥύπος, ἡ μελανὴ ὕλη, ἐξαιρέτως ἡ τοῦ κλιβάνου. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ Γάνος (= λευκότης κατ᾿ ἀντίφασιν, ὡς καὶ παρὰ Μηλίοις τὸ ὄξος λέγεται γλυκάδι (Ἐ. Φιλομ. σ. 2523).