Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πεσωμένος -η -ο

  1. ο ξαπλωμένος, ο αμέριμνα πεσμένος, για να περάσομε από κει τον σκουντάμε και του λέμε: “μάζεψε τα πεσωμένα σου”
  2. με σημασία  πειραχτική, αστειολογική. “Έβγαλε την πεσωμένη του … και δεν ντράπηκε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πεσωμένος -η -ο (πίπτω) = πεσμένος, ξαπλωμένος, κοιμώμενος, ἐκεῖνος ποὺ εὐχόμεθα ν’ ἀποπέσῃ: «σήκωσ’ τὸ πεσωμένο σου», «ἔβγαλε τὴν πεσωμέν’ του».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.