πεσωμένος -η -ο
- ο ξαπλωμένος, ο αμέριμνα πεσμένος, για να περάσομε από κει τον σκουντάμε και του λέμε: “μάζεψε τα πεσωμένα σου”
- με σημασία πειραχτική, αστειολογική. “Έβγαλε την πεσωμένη του … και δεν ντράπηκε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πεσωμένος -η -ο (πίπτω) = πεσμένος, ξαπλωμένος, κοιμώμενος, ἐκεῖνος ποὺ εὐχόμεθα ν’ ἀποπέσῃ: «σήκωσ’ τὸ πεσωμένο σου», «ἔβγαλε τὴν πεσωμέν’ του».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης