Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρεπόμπο (το)

το ξυλοκόπημα δάρσιμο.
φράση: “έφαγε το ρεπόμπο του κι έφυγε”.
Απειλή: “φύγε γιατί θα φας κανένα ρεπόμπο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρεπόμπο /τὸ/ (Ἰ. ri-pompare) = καταχέρισμα, ξυλοκόπημα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.