Όλες οι λέξεις στο Ξ
᾿Ξεστραβόνω, § κάμνω τινὰ νὰ ἴδῃ τι, ὅπερ δὲν ἔβλεπεν ἕνεκα ἀπροσεξίας, ὄθεν καὶ ἡ ἐπίπληξις ᾿ξεστραβόσου = πρόσεξε νὰ ἰδῇς. Μ. § φωτίζω τὸν νοῦν τινος. Π. Ἐκεῖνος μ᾿ ἐξεστράβωσε καὶ ᾿ξέρω τώρα καὶ γράφω τ᾿ ὄνομά μου. Σημ. Τὸ ὀμματόω τῶν ἀρχ. εἶχε τὴν αὐτὴν σημασίαν.
’Ξυνὸς καὶ ’Ξινὸς § ὀξύς. Σημ. Ὁ Βυζ. πάντα τὰ ἐκ τῆς λ. ταύτης παραγόμενα γράφει διὰ τοῦ οι ὡς ’ξοινάδα, ξοινίζω κτλ. ἐνῷ ἡ παραγωγὴ αὐτῶν εἶναι φυσικωτάτη ἐκ τοῦ ὀξὺς ἢ ὀξίνης (ἴδ. ’ξυγγιά). Ὀρθῶς δὲ γρ. ὁ Αἰνιὰν μορόξυνον (= ὑπόξυνον) (Ἀθην. σ. 79).
μτφ. να παρηγορήσω (να διασκεδάσω την πείνα τους)
τα ξερίζωναν. Για το πώς έβγαζαν τα όσπρια από τα χωράφια. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
το ξυστρί (ξστρί), με το οποίο χτενίζουν, ξεσκονίζουν, καθαρίζουν το τρίχωμα των αλόγων. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξ(υ)στρὶ /τὸ/ (ξέστρον) = ἐργαλεῖον ἱπποκομίας διὰ τοῦ ὁποίου κτενίζεται καὶ καθαρίζεται τὸ τρίχωμα τῶν ὑποζυγίων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξ(α). Ἡ πρόθεσις ἐκ καὶ ἐξ ὡς πρῶτον συνθετικὸν λέξεων ἀρχομένων ἀπὸ α. (ἐξ-α, ξε-α, ξα).
μεγάλο κομμάτι ψωμιού από το καρβέλι. φράσεις: “Πέρασε η θειά Μπαφούνω – θεός σ΄χωρέσ΄τα πεθαμένα σας- και της έκοψα ένα ξιφάρι ζεστό, της κακομοίρας”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξ(ι)φάρ(ι) /τὸ/ καὶ ξίφαρος /ὁ/ (ξῖφος-αἱρῶ) = εὐμέγεθες τεμάχιον ἄρτου ἀφειδῶς ἀποκοπὲν ἀπὸ τὸ καρβέλι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα
η κήλη , το κατέβασμα. Συνταγή θεραπείας από χργρ. γιατροσόφι: “Δια να θεραπεύσεις σπασμένον, ήγουν κατέβασμα. Έπαρε λάδι αρκεύθου (αγριοκυπαρίσσι, σ.σ.) δαφινόλαδο και κομμάτι σφογγάρι. Κάμε τα ωσάν τούβλο και βρέξε το εις το αυτό το λάδι. Έπειτα έχε πλάκα βολύμι φιτενή (=φτενή) και βάλε εις βρεμένο από πάνω το . . . Περισσότερα
παραμιλώ, ομιλώ χωρίς λογική. (ξυλοκραίνω) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξ(υ)λοκραίνω (ἔξαλος-κραίνω) = παραληρῶ, παραμιλῶ, παραλογίζομαι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ξυλοκκραίνω = παραμιλῶ, παραλογῶ, αὐτός ξυλοκραίνει, αὐτός παραμιλᾶ, δέν ἔχει συναίσθηση αὐτῶν πού λέγει. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ξυλοκρένω § μοιρολογῶ, ἐπὶ ἀσθενοῦς . . . Περισσότερα
(ιδμ) παραμιλάς, παραλογίζεσαι
η αμοιβή σε είδος του μυλωνά και καραβοκύρη του λιτρουβειού. Το ξάϊ δινόταν μετά το ζύγισμα του αλευριού ή το μέτρημα (στο λάδι) και κυμαινόταν από 6-10%. Στα πρακτικά του Εγχωρίου συμβουλίου της 17 Μαΐου 1853 (Ιστορικό Αρχείο της Λευκάδας) διαβάζομε: “Οι μυλωνάδες να λαμβάνωσι δια ξάγιον, εάν εις χρήμα, . . . Περισσότερα
θεραπεύω το βασκαμό, κάνω ξεβάσκαμα. Πώς γινόταν: Το ξεβάσκαμα έκανε η ξορκίστρα, ειδική γυναίκα μυημένη στα μυστικά της μαγγανείας. Τα σύνεργα της: ένα λαδολύχναρο κι ένα ποτήρι νερό ή πιάτο με νερό πάλι. Πρώτα έπαιρνε το λυχνάρι αναμμένο κι έκανε μ΄ αυτό τρεις φορές το σημείο του σταυρού πάνω από . . . Περισσότερα
Ξαβάσκαμα /τὸ/ = ὁ ἐξορκισμὸς διὰ τοῦ ὁποίου ἐξουδετεροῦται ἡ βασκανεία.
βοηθώ κάποιον να κατεβάσει το φορτίο που σηκώνει στους ώμους ή στο κεφάλι του, κατεβάζω μόνος μου το φορτίο. φράσεις: “μου ξαβοήθησε τη βαρέλλα με το νερό που είχα στο κεφάλι μου” – “Έλα να με ξαβοηθήσεις”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαβοηθάω = βοηθῶ τινὰ ν’ . . . Περισσότερα
Ξαγανάκτησα = συνῆλθα ἀπό ἀγανάκτηση, τελείωσα κι ἀπαλλάχτηκα ἀπό κάτι. βλ. και ξαγανάχτηση ή ξαγανάχτια (η)
ανάσασμα, ξεκούραση, βοήθεια, απολανή. ρήμα: ξανάχτησα=ανάσανα (μτφρ) και ξαγανάκτησα
επιθυμια. βλ. ξαγκαστρικάτο
παίρνω το ανάλογο ξάϊ μου. μτφ. = υποκλέπτω, παίρνω κρυφά από ποσότητα δημητριακών, οσπρίων κλπ. “Το ξάγιασες και συ λίγο …” – “Μας έφερε το κάρο το σιτάρι, αλλά μου φαίνεται πως μας το ξάγιασαν”.
το φαγητό ή η λιχουδιά που επιθυμεί η έγκυος, π.χ. ζεστό ψωμί (ζεστοφούρνι), πατσούρι με τυρί, πίττες, γλυκό κ.α. Υπάρχει η πρόληψη ότι αν δεν ικανοποιηθεί η επιθυμία της μπορεί και να “αποβάλλει”.
ξεμπερδεύω τα πρόβεια μαλλιά, που πρόκειται να γίνουν τουλούπα για γνέσιμο. ξεμπερδεύω, χτενίζω τα μαλλιά της κεφαλής του ανθρώπου. φράση: “Εδώ είναι μαλλιά αξάγγλιγα“, δηλ. υποθέσεις μπερδεμένες, πολύπλοκες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαγκλίζω (ἐξ, ἀγκύλη -ίζω) = ξεμπερδεύω μαλλί, εὐθετῶ κόμην περίπλοκον, ξαίνω ἔριον. Τα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα
διώχνω την αγκούσα, τη στενοχώρια. φράση: “Μ΄ αυτό που μου είπες με ξαγκούσεψες”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαγκ(ου)σεύω (ἐξ-ἄγχος, Ἰ. angosciare) = αἴρω τὴν θλῖψιν, παραμυθῶ, παρηγορῶ, ἀνακουφίζω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ξαγκουσεύω -ομαι. Εξ (ξε) και αγκούσα (στενοχώρια). Παύω να στενοχωριέμαι. Αγκούσα το . . . Περισσότερα
ποικιλία κριθαριού, που ωριμάζει πρώιμα.
Ξαγλιστράω § ὀλισθέω. Σημ. Ἐκ τοῦ ἐξ-ὀλισθέω. Ὁ Βυζ. γρ. ’ξαγλυστρῶ· παρὰ Λευκαδίοις δὲ οὔτε λέγεται συνῃρημένως ἡ λέξις, οὔτε ἔχει τὰς σημασίας, ἃς καταλέγει ὁ Βυζ. Ὁ δὲ Δάρβαρης γρ. γλιστρῶ (γραμμ. σ. 410).
Ξάγναντο /τὸ/ (ἐξ, ἀνάντης -έω) = τόπος ἀποπτικὸς (ἔχων ἐκτεταμένην θέαν), βίγλα, μπελβεντέρε. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ξάγναντο § σκοπιά, τόπος, ὅθεν ἡ ὅρασις διατρέχει εὐρύχωρον διάστημα. Σημ. ἴδ. ἔγννοια. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
ο κάτοικος του χωριού Εξάνθεια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαθίτ(η)ς -σα = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Ἐξάνθεια. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξαιθαλίζω ἴδε ἀθάλη.
ανοίγω, αραιώνω το μαλλί με τα δάχτυλα, για να το γνέσω. Παροιμία: “Έκατσα να ξανασάνω κι εύρηκα μαλλί να ξάνω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξαίνω = κτενίζω ἔριον, χαλῶ (ἀραιώνω) διὰ τῶν δακτύλων ἔριον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σκάβω το χωράφι στις άκρες του, εκεί που δεν πάει αλέτρι.
ξεριζώνω το αμπέλι
έβγαλα καπνούς