ύπουργα (τα)
τα απαραίτητα σύνεργα, εργαλεία του τεχνίτη. “Επήρες μαζί σου τα ύπουργα;”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ὕπο(υ)ργο /τὸ/ (ὑπὸ-ἔργον) = τὸ ἐργαλεῖον τῆς τέχνης. «ἔχομ’ οὖλα τὰ ὕποργα τ’ μαραγκοῦ».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ὕπουργα (τά): τά ἀπαραίτητα ἐργαλεῖα τοῦ τεχνίτη. Ἡ λέξη εἶναι ἀρχαιοτάτη. Στούς ἀρχαίους ὑπουργός ἦταν ὁ ὑπηρετῶν σέ κάποιο ἔργο, βοηθός κτίστη, πουργός, (ΑΡΧ. ὑπουργός).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου