Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Λεξικό Χριστόφορου Λάζαρη

‘γκλουβισάνος (ο)

ο κάτοικος του χωριού Εγκλουβή. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γκλουβ(ι)σᾶνος -α = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Ἐγκλουβῆ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

(α)΄παντέχω

ελπίζω, αναμένω. “Δεν έχω καμιά παντοχή” ή “Έχω την απαντοχή στο Θεό”. παροιμίες: “Όπου απαντέχει να φάει , δε πεινάει” – “Άνεπάντεχα μου ΄ρθε αυτό το καλό χαμπέρι“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπαντέχω: (ἐπί, ὑπό, ἀντὶ-ἔχω) = προσδοκῶ, ἐλπίζω, ἀναμένω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

(α)σφηγκοφωλιά (η)

η φωλιά της σφήγκας. (ασφηγκοφωλιά) Σχηματίζεται όπως της μέλισσας με πολυγωνικά διαμερίσματα. Η φωλιά προσκολλάται κυρίως σε πέτρες, κλαδιά δέντρων, τρύπες κατοικιών κ.λπ. μτφ.: όμιλος υπόπτων ανθρώπων, κακοποιών. στην ραπτική: πτυχώσεις απομιμούμενες το σχήμα της σφηκοφωλιάς, όπως π.χ. στις λευκαδίτικες ποδιές της “Ρωμαίικης” φορεσιάς στο σημείο που γαζώνεται το ποδοσκοίνι . . . Περισσότερα

(α)σφήκα ή σφήγκα (η)

το γνωστό ενοχλητικό έντομο, λεπτότερο απ΄τη μέλισσα που της μοιάζει πολύ. Το τσίμπημά της είναι επώδυνο και επικίνδυνο. πρόγνωση καιρού: “Όταν βλέπεις πολλές σφήκες το καλοκαίρι, περίμενε βαρύ χειμώνα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀσφῆκα /ἡ/ = σφὴξ ἡ κοινή, ὑμενόπτερον λεπτότερον τῆς μελίσσης κιτρινωπὸν κεντρίζον ὀδυνηρῶς. . . . Περισσότερα

(γ)ήπατα (τα)

γήπατα ήπατα, η δύναμη, η αντοχή, το ψυχικό θάρρος, το κουράγιο. Λέμε: “Μου κόπηκαν τα (γ)ήπατα, όταν το έμαθα”. Οι γέροι και οι ασθενείς λένε: “Δεν έχω, γιε μου, (γ)ήπατα για τέτοια”. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Α’ “…και στην αλετροπόδα μου έλειωσαν τα ήπατά μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα

α ή άε ή χάει (επιφών. παρακελευστικό)

Από το αρχαίο “άγε  = εμπρός, έλα”. “Χάει νυφούλα μ΄, στο καλό και να σε ιδούν καληώρα”. (δημ.). 2) δηλωτικό απειλής. φρ. “άει φύγε από δω γιατί, θα φας ξύλο”. 3) δηλωτικό κατάφασης. φρ. “Μήπως είδες τ΄άλογο μου; – Χάει το είδα”. 4) υποθετικό = εάν, αν, αποβάλει όμως το . . . Περισσότερα

α-κόντο

η καταβολή έναντι χρέους λογαριασμού, έναντι δόσης. Σε χργρ. (λογαριασμός εσόδων-εξόδων) του 1744 κατοίκου της Χώρας διαβάζομε: “έδοσα ακόντο δια την ρόγα (=μισθός υπηρέτη) της αυτής (δουλεύτρα) μονέδα …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀκόντο:  (Ἰ. acconto) = ἐπὶ λογαριασμῷ, προσθέτως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

α-λα-σκάγια (επίρρ.)

με αναρριχτό το πανωφόρι ή το σακάκι στον έναν ώμο: “Έριξε τη χλαίνη α-λα-σκάγια κι έφυγε” – “έβαλες το σακάκι σου, βλέπω, α-λα-σκάγια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀλασκάγια:  /ἐπίρ./ (ἀλύσκω, ἀλυσκάδην) = ἀνάρριχτα, ἐπὶ τῶν ὤμων. «ἔρξε τὸ σουρτοῦκο τ’ ἀλασκάγια καὶ πάει». Tα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα

α(γ)πανωθιός (ἀπανωθιὸ(ς)) (επίρρ.)

επάνω, από πάνω του στέκει με πολλή στοργή και ελπίδα εκείνος που φορτικότατα, ενοχλητικά στέκει δίπλα (πάνω) από τον άλλο. “Πήγαινε, παιδάκι μου, και λίγο πιο πέρα, τι στέκεσαι αγπανωθιός μου!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπανωθιὸ(ς):  /ἐπίρ./ = ἐπάνωθεν, μετὰ στοργῆς, τὸ προστατεύειν τινὰ μετ’ ἀδιαπτώτου . . . Περισσότερα

αβάκα (η)

η λέξη χρησιμοποιείτε κυρίως στα τυχερά παιχνίδια. φρ. “τάχομε αβάκα” = παίζουμε συνεταιρικά από κοινού· ισότοπη κατάθεση χρημάτων, συμφωνία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάκα:  /ἡ/ (Ἄβαξ, Ὶ. abaco) = ἀπὸ κοινοῦ, συνεταιρικῶς (μεταξὺ συμπαικτῶν τυχηρῶν παιγνίων). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Η αναγωγή της . . . Περισσότερα

αβάλη (η)

μικρό λιμάνι, βαθύ και υπήνεμο. Η παρήχηση των λέξεων και η γλήγορη συμπροφορά τους δημιουργεί …αστεΐσμόν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάλη:  /ἡ/ (ἀ – βάλλω. Ὶ. avalloΣ. οὐβάλα) = ὁρμίσκος, βαθύπεδον, ὑπήνεμον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Τα ελλ. ἀ– + βάλλω δεν θα . . . Περισσότερα

αβανιά (η)

βλάβη, συκοφαντία, ρετσινιά, φρ. “μου κόλλησαν μια αβανιά” ή “μ΄αφήνουν εμένα οι αβανιές των παλιανθρώπων να προκόψω;” – “έπεσα σε αβανιές και την έπαθα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβανιὰ:  /ἡ/ (Ἰ. avania) = ἀδίκημα, παρεκτροπή, λαθροχειρία. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Με βρήκε ή σε βρήκε . . . Περισσότερα

αβάντα (η)

βοήθεια, στήριγμα. φρ. “βάστα μου αβάντα”. Συχνά έχει επίμεμπτη σημασία. φρ. “αυτός έχει πολλές αβάντες”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάντα:  /ἡ/ (Ἰ. avanti) = ἐπικουρία, ἐνίσχυσις, ὄφελος, κέρδος (οὐχὶ ἀμέμπτου ἐνίοτε προελεύσεως). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Το ιταλικό avanti, που θα πει εμπρός ή . . . Περισσότερα

αβανταγκιόζος (ο)

ωφέλιμος, χρήσιμος, πλεονεκτικός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβανταγκιόζος -α -ο:  (Ἰ. avvantagiuso) = ἐπωφελής, ἐπικερδής, πλεονεκτικός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογικό σχόλιο: Ο ορθός τύπος της ιταλικής λέξης είναι avvantagioso και όχι *avvantagiuso που αναφέρει ο Χ. Λάζαρης (Π.Γ. Κριμπάς)

αβανταδόρος (ο)

αυτός που κάνει αβάντες. Η λέξη έχει πάντα καλή σημασία. Συνήθως ο αβανταδόρος είναι ανυπόληπτος, ζει από ύποπτες χρηματικές παροχές, υποστηρίζει ανθρώπους πονηρούς ή και ανήθικους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβανταδόρος:  – ὁ –  (Ἰ. avanti) = ἐπίκουρος, ὑποστηρικτής, βοηθός, ἐνθαρρυντής. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα

αβαντσάρω

έχω να λάβω από κάποιον, μου χρωστάνε. πχ. “αβατσάρω 50 κιλά λάδι” ή “πεντακόσιες δραχμές από τον τάδε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβαντσάρω:  (Ἰ. avanzare) ἔχω λαμβάνειν, ὑπερέχω, προηγοῦμαι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    από το ιταλικό avanzare, το οποίο έχει δύο σημασίες. Η πρώτη, . . . Περισσότερα

αβάντσο (το)

λέξη που λέγεται συνήθως σε χαρτοπαίγνιο από τους συμπαίκτες. “πάμε αβάντσο;” δηλ. συνεχίζουμε; Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάντσο:  /τὸ/ (Ἰ. avanzare) = συνέχισις, προχώρησις, ἐξακολούθησις. «πᾶμ’  ἀβάντσο» λέγεται μεταξὺ συμπαικτῶν παραιτουμένων τῆς ἐκβάσεως καὶ συνεχιζόντων μέχρι νεωτέρας ἐκβάσεως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: το . . . Περισσότερα

αβάρα

ναυτικό παράγγελμα. Προστακτική του ρήματος αβαράρω. “Αβαράρισε το πριάρι, να ξεκινήσουμε” – “Βάλε αβάρα” = σπρώξε το πριάρι να φύγουμε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάρα:  (προστ. τοῦ ρ. ἀβαράρω) = ὠθῶ λέμβον ἤ ἄλλο ἐφόλκιον ἀπὸ προβλῆτος ἤ ἄλλου πλωτοῦ πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἤ πρόληψιν συγκρούσεως. Tα . . . Περισσότερα

αβάρα (η)

μεγάλο τσιμπούρι, παράσιτο των οικιακών ζώων, που απορροφάει το αίμα τους. Στα αρχαία λέγεται κρότων. “Τοις μεν ουν ταύροις των οίστρον ενδύεσθαι παρά το ους λέγουσιν, και τις κύσις των κρότωνα”. (Πλούτ. Ηθ. 55 Ε). Το τσιμπούρι είναι παράσιτο έντομο ιδίως των σκύλων. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα

αβαράρω

απωθώ το πλεούμενο, την βάρκα κλπ. από την παραλία με κουπιά ή με κονταρόξυλο. “αβαράρισε το καΐκι να φύγουμε” σύνθημα: “αβαράαααα….” – “έλα και αβαράραμε”. Το αβαράρω λέγεται και αβαλάρω. φρ. “δώσ΄του την αβαλρ΄σά του” = σπρώξιμο αστεϊσμού μεταξύ των μελών μιας παρέας, όταν αμπώνουν κάποιον να παρασύρει τους άλλους… . . . Περισσότερα

αβάσκαμα (το)

το αποτέλεσμα του βασκαίνω. Βασκαίνουν οι έχοντες σμιχτά φρύδια (σμιγοφρύδες), όσοι έχουν μαύρα και πονηρά μάτια, ιδίως οι γυναίκες. Βασκαίνονται μικροί και μεγάλοι, ιδίως τα όμορφα ροδοκόκκινα μωρά κλπ, δεν βασκαίνονται οι άσκημοι και οι Σαββατογεννημένοι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάσκαμα:  /τὸ/ = ἡ βασκανεία, τὸ . . . Περισσότερα

αβασκαμός (ο)

η ενέργεια του βασκαίνω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβασκαμός: /ἡ/ = ἡ βασκανεία, τὸ βάσκαμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αβασκαντήρα (η)

το μικρό χρωματιστό κοχύλι που κρεμιέται στο λαιμό, ως αποτρεπτικό του βασκάματος. Βασκάνιον κατά τον Αριστοφάνη κ.α. “περίκεινται δε τοις τραχήλοις κογχία αντί βασκανίων” (Στρ. 16, 4, 17). Πολλοί αντί βασκαντήρας κρεμούσαν φυλαχτό, μια σακουλίτσα που έβαζαν μέσα λιβάνι, σκόρδο, κομμάτια από άμφια, τίμιο ξύλο, κομμάτια σκούπας, άνθη Επιταφίου, δενδρολίβανο . . . Περισσότερα

αβγατίζω ή αὐγατίζω και αβγαταίνω

αυξάνω κάτι, αμετ. = αυξάνομαι. πχ. λέμε ότι το ρύζι, τα μακαρόνια κλπ αβγατίζουν στο βράσιμο. Και ακόμα: “αυτός αβγάτισε την περιουσία του δουλεύοντας μέρα νύχτα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Αὐγατίζω (ἐκ τῆς δμτ. αὐγόν, αὐγᾶτος, Ἰ. aumentare) = πληθύνω, ἐπαυξάνω, πολλαπλασιάζω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

αβεντόρα (η)

η περιπόθητη γυναίκα, η ερωμένη, η “πιαστή” . Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβεντόρα:  /ἡ/ σπ. (Ἰ. avventore) = ἡ προσφιλής, ἡ περιπόθητος, ἡ ἐρωμένη. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το αβεντόρος (βλ.λ.) μέσω θηλυκοποίησης και όχι απευθείας από το ιταλ. avventore (Π.Γ. Κριμπάς)

αβεντόρος (ο)

ο βοηθός λιτρουβιάρης στα χωριά του νησιού. “Τον έχω αβεντόρο μου…” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβεντόρος:  /ὁ/ = (Ἰ. avventore) = ὁ πρόσθετος ἑκάστοτε βοηθὸς τῶν ἐλαιοτριβέων εἰς τὰ χωρία (συνήθως εἷς ἐκ τῶν ἀρρένων τῆς οἰκογενείας ποὺ προσκομίζει ἐλαιοκαρπὸν πρὸς ἔκθλιψιν). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

αβέρτο (το) και ἀβέρτα (επίρρ.)

ελεύθερο, ανοιχτό. “Το σπίτι δεν το κόψαμε ακόμα σε κάμαρες, είναι όλο αβέρτο” – “μου κάμανε το χωράφι αβέρτο”. Επίρρ.: αβέρτα = εντελώς ελεύθερα. “Στην γιορτή χόρεψαν όλοι αβέρτα”, “έφαγαν με την ψυχή τους, αβέρτα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβέρτος -α -ο (Ἰ. aperto) = ἀνοικτός, . . . Περισσότερα

ἀβερτωσύνη

/ἡ/ (Ἰ. aperto) = ἐλευθερία, ἀπεριόριστον, ἀνεμπόδιστον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το αβέρτος/-α/-ο (βλ.λ.) και το παραγωγικό επίθημα -(ο/ω)σύνη (Π.Γ. Κριμπάς)

ἀβιζάρω

Ἀβιζάρω:  (Ἰ. avvisare) = προειδοποιῶ, ἐντέλλομαι, παραγγέλλω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης βλ. καί  αβεζάρω Ετυμολογική σημείωση: από το ιταλ. avvisare ή το βενετ. avisàr (Π.Γ. Κριμπάς)

αβοηθάω

βοηθώ με περιορισμένη σημασία, λέγεται κυρίως όταν βοηθάμε κάποιον να φορτωθεί ένα βάρος ή να φορτώσει το ζώο του. “Αβόηθησέ με να βάλω την βαρέλα στο κεφάλι μου…”, “Αβόηθησέ με να φορτωθώ το δεμάτι με τα ξύλα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβοηθάω:  (ἀ-βοηθῶ) = βοηθῶ τινὰ . . . Περισσότερα