Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Λεξικό Χριστόφορου Λάζαρη

αγκουρέτο (το)

η μικρή άγκυρα που χρησιμοποιείται σε μικρά και ελαφρά πλεούμενα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκο(υ)ρέτο /τὸ/ (ἄγκυρα, Ἰ. ancoretto) = μικρὰ ἄγκυρα λέμβου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το ιταλ. ancoretto ή από το βενετ. ancorèto (Π.Γ. Κριμπάς)

αγκούσα ή αγγούσα (η)

στενοχώρια, θλίψη. “έχω μεγάλες αγγούσες… μου τρυπάνε την καρδιά”, “μόδωκες μεγάλη αγγούσα με αυτά που ‘πες”, “μ’ αγγούσεψες…”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκοῦσα:  /ἡ/ (ὄγκος, ἄγχος, Ἰ. angoscia) = θλίψις, στενοχωρία, μελαγχολία. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Με -γκ-. η συνηθισμένη σε μας σημασία (γιατί . . . Περισσότερα

αγκουσεύω ή αγγουσεύω -ομαι

προκαλώ στεναχώρια και θλίψη σε κάποιον. Θλίβομαι και στενοχωριέμαι. “μην αγγουσεύεις το παιδί” Άγγελος Σικελιανός: Χωριάτικος γάμος”η βοή σα μιας γελάδας, που αγκουσεύει το περίσσιο γάλα” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκ(ου)σεύω – ομαι:  (ὄγκος, ἄγχος, Ἰ. angoscia) = θλίβω, λυπῶ, στενοχωρῶ, θλίβομαι, λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι. Tα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα

αγκωνάρι (το)

γωνία τοίχο οικοδομής, γωνιακό πελεκημένο λιθάρι, συνήθως παραλληλόγραμμο που χτίζεται στις γωνίες των οικοδομών. ογκώδες λιθάρι: “Σήκωσε ξαφνικά ένα αγκωνάρι και τον χτύπησε” οι τέσσερις γωνίες των οικοδομών: “τ΄ αγκωνάρια του σπιτιού” Παροιμία: Τοίχος δίχως θέμελα, τι τα θέλει τα αγκωνάρια; Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκωνάρι: . . . Περισσότερα

αγκωνή (η)

γωνία, άκρη κάποιου πράγματος. “κι όταν ο γέρος μάντης / εξάνοιξε την αγκωνή (τις πλάτης αρνιού) μελαχρινή λουρίδα που πρόβαινε σαν σερπερό, του θόλωσαν τα μάτια / … κι εκόπηκε η φωνή του” Αρ. Βαλαωρίτης: Αθανάσιος Διάκος, άσμα Γ΄, στ. 109 Ακόμα λέμε, “μια αγκωνή ψωμιού, πίτας κλπ.”, επίσης “εσύ κάτσε . . . Περισσότερα

αγκωνιάζω

σπρώχνω κάποιον στην γωνία, τον στριμώχνω στον τοίχο ή σε κορμό δέντρου με εχθρικές διαθέσεις. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκωνιάζω (ἀγκών) = ἀπωθῶ ἤ περιορίζω (στριμώχνω) εἰς γωνίαν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Όχι απευθείας από το ἀγκών (> αγκώνας), αλλά μέσω του παραγώγου . . . Περισσότερα

αγλειμάρα (η) καί ἀγλ(ι)μάρα

ατονία που αισθάνεται κανείς όταν έχει άδειο το στομάχι του. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγλιμάρα:  /ἡ/ (ἐκ-λείχω, γλύφω) = αἴσθημα ἀτονίας λόγῳ κενότητος τοῦ στομάχου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγλείφω (βλ.λ.) και το παραγωγικό επίθημα -μ-άρ-α (που, μεταξύ άλλων, δηλώνει διάθεση/συναίσθημα, πβ. . . . Περισσότερα

αγλειφούτζης (ο)

ο λαίμαργος που γλείφει υπολείμματα στα μαγειρικά σκεύη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγλ(ει)φούντζης -ω:  (ἐκ-λείχω) = ὁ γλείφτης ὑπολειμμάτων εἰς σκεύη φαγητοῦ. Ἀγλιφούντζης – ω :(ἐκ-λείχω, γλύφω) = αὐτὸς ποὺ γλείφει τὰ σκεύη τοῦ φαγητοῦ ἐκ λαιμαργίας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το . . . Περισσότερα

αγλείφω -ομαι

αποσπώ με την γλώσσα μου υπολείμματα λιχουδιών, σιροπιών, μελιού κλπ. “τα ποντίκια αγλείφουν τα πάντα”, “να τρως και ν’ αγλείφεις τα δάχτυλα σου”. η γάτα αγλείφεται από τον νοτιά, θα βρέξει επί υπόπτου κέρδους σε ανθρώπους με χαλαρή συνείδηση: “κάτι θα αγλείψουμε και εμείς…”, “θα αγλείψεις και εσύ κάνα κόκκαλο” . . . Περισσότερα

ἀγλιά

αγλιά = αλίμονο! “αγλιά σε μένα…”, “αγλιά και αλίμονο”, “αγλιά που να του βγει τ΄ όνομα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγλιὰ /ἐπίρ./ (ἄλη) = ἀλοίμονον, δυστυχία, συμφορά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγλιά = ἀλίμονο, ἀγλιά σέ μένανε, (ἀλίμονο σέ μένα). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – . . . Περισσότερα

αγλίμανο (επιφ.)

αλίμονο, συμφορά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγλίμανο:  (ἄλη – ἐμοί, ἐμένα) = ἀλοίμονον, δυστυχία, συμφορά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από τύπο *αϊλίμανο που, όπως και το αντίστοιχο «αλίμονο» της νεοελληνικής κοινής, είναι αβέβαιου ετύμου. Το /a/ στη θέση του /o/ λόγω ανομοίωσης των . . . Περισσότερα

αγλύκαντος (ο)

αυτός που δεν έχει γλύκα, που δεν δημιουργεί ευχάριστη ατμόσφαιρα (γλύκα) στο περιβάλλον του, αυτός που δεν απήλαυσε την γλύκα της ζωής. Η λέξη όμως λέγεται κυρίως χαϊδευτική ή και ως κατάρα στα μικρά παιδιά. “μωρέ αγλύκαντο”. “φαρμάκι αγλύκαντο μες το λαιμό μου…” Αρ. Βαλαωρίτης – Αστραπόγιαννος, Στ. 23 Λεξικό . . . Περισσότερα

αγναντεύω

βλέπω από ψηλά ή από απόσταση κάτι. Παρατηρώ, επισκοπώ. “Αγναντεύω από την αυλή μου…”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγναντεύω:  (ἀνὰ-ἀντέω) = θεῶμαι ἐξ ἀποστάσεως ἤ ἀφ’ ὑψηλοῦ, παρατηρῶ μακρόθεν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγναντεύω § μακρόθεν καὶ ἀντίον ἱστάμενος παρατηρῶ. ΚΝ. Σημ.Ἐκ τοῦ Ἔναντα (Σύλλ. . . . Περισσότερα

αγνάντιο (το)

τόπος αγναντερός, ξέφαντο. “εβήκες στ’ αγνάντι, βλέπω”, “έπιασα τα αγνάντιο και καρτερώ να τους δω να φανούνε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγνάντιο:  /τὸ/ (ἀνάντης) = τόπος ἐκτεταμένης θέας, ξέφαντο, βίγλα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Όχι από το ἀνάντης, αλλά από το ενάντιος (ουδ. . . . Περισσότερα

αγνό -ά

(τα αγνά) = τα χταπόδια, οι σουπιές και γενικά όλα τα θαλασσινά μαλάκια που τρώγονται. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγνὰ:  /τὰ/ (ἀγανός,Ἰ. anguinaria) = ὅλα τὰ τρωγόμενα θαλάσσια μαλάκια (σουπιές, χταπόδια, καλαμάρια κ.λ.π.). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Η λέξη δεν έχει σχέση με . . . Περισσότερα

αγουρίδα (η), ἀγρίδα

το άγουρο σταφύλι. Παροιμία: όσα δεν φτάνει η αλεπού τα λέει αγουρίδες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)ρίδα:  /ἡ/ = ἄωρος σταφυλή, ἄγουρο σταφύλι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγρίδα = ἀγουρίδα, ἄγουρο σταφύλι, ἀλλά καί κάθε φροῦτο τελείως ἀγίνωτο. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής . . . Περισσότερα

αγουρίκλα ή αγρίκλα

κάθε άγουρο φρούτο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)ρίκλα:  /ἡ/ = ἄωρος ὀπώρα, ἄγουρο φροῦτο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το άγουρος και το ονοματικό επίθημα -ικλ-α (< λατ. -icula). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγουρόλαδο ή αγρόλαδο (το)

το άγουρο λάδι που πρασινίζει και θεωρείται γευστικό και πολύ θρεπτικό. Είναι το πρώτο λάδι της σοδιάς, εκθλίβεται πρώιμα, το φθινόπωρο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)ρόλαδο:  /τὸ/ (ἄωρος-ἔλαιον) = ἔλαιον ἐκ νωπῶν πρασίνων ἐλαιῶν ἐκθλιβὲν χωρὶς τὴν χρῆσιν θερμοῦ ὕδατος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγρόλαδο . . . Περισσότερα

αγπαναριά (αγουπαναριά)

το απάνω μέρος του καρβελιού, η πάνω φλούδα του. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀ(γ)ουπαναριὰ:  /ἡ/ (ἐπὶ-ἄνω) ω = ἡ ἄνω ἐπιφάνεια κινητοῦ πράγματος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγ’πάνου (βλ.λ.) και το ονοματικό επίθημα –αρ-ι-ά (< –άρι και –ιά). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγπανωφούσκι (αγουπανωφούσκι) ή φ΄σκούνι (το)

αρχαία υπουρίς. Διπλή δερμάτινη λουρίδα στο πίσω μέρος του σαμαριού, με κυκλική απόληξη, μέσα από την οποία περνάει η ουρά του ζώου για να συγκρατεί το σαμάρι στον κατήφορο. (βλ. φ΄σκούνι) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)πανωφοῦσκι:  /τὸ/ (ἀπό, ἐπὶ- ἄνω –  Τ. Κουσκούν, Ἰ. fusciacco) = . . . Περισσότερα

αγραπίδι (το)

άγριο αχλάδι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγραπίδι /τὸ/ (ἄγριος- ἄππιον) = ἀγριαχλάδι, ἀγριαπίδι, γκόρτσο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Όχι απευθείας από τα «ἄγριος-ἄππιον», αλλά από τους αντίστοιχους δημώδεις εξελιγμένους τ. άγριος και απίδι (> -γρια- > -γρα- με έκκρουση του /i/). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγραπιδιά (η)

η άγρια αχλαδιά. Ο καρπός της έχει κατά την λαϊκή ιατρική, ιαματικές ιδιότητες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγραπιδιὰ:  /ἡ/ = ἀγριαχλαδιά, ἀγριαπιδιά, γκορτσά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το αγραπίδι (βλ.λ.) και το ονοματικό επίθημα –ι-ά (που δηλώνει φυτό). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγριάδα (η)

κτηνοτροφικό χόρτο, βότανο (πανικόν το έρπον ή άγρωστις η έρπουσα). Είναι θρεπτική τροφή για τα οικόσιτα ζώα. Έχει και θρεπτικές ιδιότητες. Βρασμένη έχει ζωμό διουρητικό.“Όποιος έχει πέτρα στα νεφρά, να την πίνει χρόνου καιρών” (Η λαϊκή ιατρική στην Λευκάδα, σελ. 68) άγρια έκφραση του προσώπου. αγριάδα επιφάνειας υφάσματος, σανίδας, πέτρας . . . Περισσότερα

αγριονομή (η)

τόπος θαμνώδης, ακαλλιέργητος, κατάλληλος για βοσκή ζώων. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγριονομὴ:  /ἡ/ (ἄγριος-νομὴ) = χῶρος καλυπτόμενος ἀπὸ αὐτοφυεῖς θάμνους, δασικὴ ἔκτασις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αγύριγος – αγύρ΄γος (ο)

αυτός που δεν γυρίζει άλλο πίσω. φράσεις: “Άει στον αγύρ΄γο!” και “δανεικό κι αγύρ΄γο”. ο ισχυρογνώμων: “Είναι αγύρ΄γο κεφάλι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγύρ(ι)γος -η -ο:  (ἀ-γυρόω) = ὁ μὴ ἐπιστρέφων, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος, ἀνεπίστρεπτος. «πάει στ’ ἀγύργο, δανεικὸ κι’ ἀγύργο». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα

ἀδ(υ)ναστεύω

Ἀδυναστεύω:  (ἀ-δυνατέω, ἀ-δυναστεύω) = ἀδυνατίζω, ἀπισχναίνομαι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Από το αδύναστος (< δύναμαι, πβ. δυνάστης) = αδύνατος (ο τ. απαντά στην Οινόη και αλλού, στην Ηλεία σημαίνει «ορφανός») + ρηματικό επίθημα -εύ-ω. Ο τύπος αδ’ναστεύω με αποβολή του άτονου /i/ λόγω ημιβόρειου φωνηεντισμού της Λευκαδίτικης. . . . Περισσότερα

αδειάζω

ευκαιρώ, εκκενώνω κάτι, δεν είμαι απασχολημένος: “άδειασε το νερό απ΄ την βαρέλλα, να φέροομε φρέσκο”. “Όταν αδειάσω θα έρθω” – “Που να αφήσουν εμένα τα βάσανα ν΄ αδειάσω!” – και περιφρονητικά: “Δεν αδειάζω!” – “Δεν αδειάζω ούτε να πεθάνω …” – “Δεν αδειάζω ούτε να ξυστώ.” “Άδειασε μας τη γωνιά”. . . . Περισσότερα

αδειανός (ο)

άδειος, εύκαιρος. παροιμίες: “αδειανός καλόγηρος …” και “αδειανός καλόγηρος έδενε κι έλυε τα βρακιά του”/ “Τ΄αδειανά βαγένια βροντάνε περισσότερο” – “Αδειανή νοικοκυρά παραχέρι του χωριού”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀδειανὸς -ὴ -ὸ:  (ἀ-δέω) = κενός, εὔκαιρος, χωρὶς ἀπασχόλησιν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀδειανὸς § κενός. . . . Περισσότερα

αδέξα (επίρρ.)

αδέξια. Συνήθως εκφέρεται με ερωτηματικό: “Τι αδέξα είναι;”, δηλ. άσχημα είναι; – “Αδέξα νοικοκυρά είναι;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀδέξα: ἀδεξίως, ἀνεπιτυχῶς, ἀσυμφόρως, ἀνεπαρκῶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: βλ.λ. αδέξος (Π.Γ. Κριμπάς)

αδέξος (ο)

αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανεπαρκής: “αδέξιος νοικοκύρης”. – “Τι αδέξο παιδί είναι;” = άσκημο παιδί είναι, ανεπρόκοφτο και δεν κάνει για γαμπρός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀδέξος -α -ο: ἀδέξιος, ἀνεπιτυχής, ἀσύμφορος, ἀνεπαρκής. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: εδώ βλέπουμε το γνωστό λευκαδίτικο (αλλά και ιθακήσιο και . . . Περισσότερα