αβάλη (η)
μικρό λιμάνι, βαθύ και υπήνεμο. Η παρήχηση των λέξεων και η γλήγορη συμπροφορά τους δημιουργεί …αστεΐσμόν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβάλη: /ἡ/ (ἀ – βάλλω. Ὶ. avalloΣ. οὐβάλα) = ὁρμίσκος, βαθύπεδον, ὑπήνεμον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
Τα ελλ. ἀ– + βάλλω δεν θα μπορούσαν, φωνολογικά ή μορφολογικά, να έχουν οδηγήσει ούτε στο λευκ. αβάλη, ούτε στο ιταλ. avallo. Συνεπώς, η ετυμολογία της λέξης θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού.
Θεωρώ ότι η λέξη θα μπορούσε να είναι σλαβικής αρχής, αν αναλογιστεί κανείς τη φωνολογική και σημασιολογική ομοιότητα με το σερβ./κροατ. uvala (παρόμοιας σημασίας)
(Π.Γ. Κριμπάς)