αβγατίζω ή αὐγατίζω και αβγαταίνω
αυξάνω κάτι, αμετ. = αυξάνομαι. πχ. λέμε ότι το ρύζι, τα μακαρόνια κλπ αβγατίζουν στο βράσιμο.
Και ακόμα: “αυτός αβγάτισε την περιουσία του δουλεύοντας μέρα νύχτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Αὐγατίζω (ἐκ τῆς δμτ. αὐγόν, αὐγᾶτος, Ἰ. aumentare) = πληθύνω, ἐπαυξάνω, πολλαπλασιάζω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Φωνητικά προέρχεται από τη λέξη πιθανώς αβγό. Λεξιλογιά όμως σχετίζεται άμεσα με το ρήμα εκβαίνω, εκβατός. Ο Μπαμπινιώτης λέγει: “από το αρχαίο εκβαίνω, εκβατός, με πιθανή επίδραση της λέξης αβγό”. Υπάρχει πιθανότητα να σχετίζεται με το λατινικό augeo, αυξάνω, οπότε δικαιολογείται και η γραφή αυγατίζω.
Προτιμητέα γραφή με β, που την προτιμά και ο Κοντομίχης, από τη συνεκφορά τα Ωά, τα ουά, τ΄ αβγά – τ΄αβγό (κατά τον Ανδριώτη, που ακολουθεί τον Χατζηδάκι).
Ο Σκαρλάτος (546) το δίνει αυγατίζω και αυγατώ, εκ του λατινικού augere=αυξάνω. Στο Λεξικό Ακαδημίας: αβγαταίνω – αυξάνω. Αβγό, απ΄το μεσαιωνικό αβγόν, εκ του αρχαίου ωόν. (Α’ 15, 16, 18).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ετυμολογική σημείωση:
πιθανότερη η προέλευση από το εκβατός < εβγατός < αβγατίζω
(Π.Γ. Κριμπάς)]