αβάντα (η)
βοήθεια, στήριγμα. φρ. “βάστα μου αβάντα”. Συχνά έχει επίμεμπτη σημασία. φρ. “αυτός έχει πολλές αβάντες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβάντα: /ἡ/ (Ἰ. avanti) = ἐπικουρία, ἐνίσχυσις, ὄφελος, κέρδος (οὐχὶ ἀμέμπτου ἐνίοτε προελεύσεως).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το ιταλικό avanti, που θα πει εμπρός ή από το τούρκικο avanta, που θα πει κέρδος, όφελος. Όμως μάλλον είναι από το ιταλικό avanatare που θα πει βοήθεια, υποστήριξη. Από δω και ο αβανταδόρος, αυτός που βοηθά σε παράνομες δουλειές, όπως τα τυχερά παιχνίδια.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ετυμολογική σημείωση:
αποκλείεται απευθείας προέλευση από το τουρκ. avanta, αφενός διότι τα ιταλικά και βενετικά δάνεια στην Τουρκική προέρχονται μέσω της Νεοελληνικής, αφετέρου διότι στη Λευκαδίτικη υπάρχουν και άλλα μέλη της ίδιας ετυμολογικής οικογένειας, με το βενετικής αρχής παραγωγικό μόρφημα -dor (: αβανταδόρος, αβανταδόρικος)
(Π.Γ. Κριμπάς)