α ή άε ή χάει (επιφών. παρακελευστικό)
Από το αρχαίο “άγε = εμπρός, έλα”. “Χάει νυφούλα μ΄, στο καλό και να σε ιδούν καληώρα”. (δημ.).
2) δηλωτικό απειλής. φρ. “άει φύγε από δω γιατί, θα φας ξύλο”.
3) δηλωτικό κατάφασης. φρ. “Μήπως είδες τ΄άλογο μου; – Χάει το είδα”.
4) υποθετικό = εάν, αν, αποβάλει όμως το ν, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από σύμφωνο. φρ. “α θελήσει να ρθει…” – “α, δε μόρτει τίποτα…” κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄει (ἄγε): ἐμπρός, προχώρει, πήγαινε, φύγε.
Ἄε. § ἄγε·
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Ετυμολογική σημείωση:
Ειδικά ως προς τις σημασίες 3 και 4, η ετυμολογία είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που προτείνει ο Κοντομίχης.
Συγκεκριμένα, στη σημασία 3 το χάει (όπως το ορθογραφεί ο Κοντομίχης), ίσως να προέρχεται από το τουρκ. hayhay (= μάλιστα, βεβαίως), ενώ στη σημασία 4 προέρχεται αναμφισβήτητα από το ελλ. αν, του οποίου το τελικό [n] σιγάται στη φυσική, ανεπιτήδευτη ομιλία, δεδομένης της προτίμησης της νεοελληνικής για ανοιχτές συλλαβές
(Π.Γ. Κριμπάς)