Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αβέρτο (το) και ἀβέρτα (επίρρ.)

ελεύθερο, ανοιχτό. “Το σπίτι δεν το κόψαμε ακόμα σε κάμαρες, είναι όλο αβέρτο” – “μου κάμανε το χωράφι αβέρτο”.
Επίρρ.: αβέρτα = εντελώς ελεύθερα. “Στην γιορτή χόρεψαν όλοι αβέρτα”, “έφαγαν με την ψυχή τους, αβέρτα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀβέρτος -α -ο (Ἰ. aperto) = ἀνοικτός, ἐλεύθερος, ἀνεμπόδιστος.

Ἀβέρτα: /ἐπίρ./ (Ἰ. aperto) = ἀνοικτά, ἐλεύθερα, ἀφειδῶς.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


ἀβέρτο: ἀνοιχτό, ἐλεύθερο: «Τό σπίτι δέν τό κόψαμε ἀκόμα σέ κά­μα­ρες, εἶναι ὅλο  ἀβέρτο», (ΙΤ. aperto).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


Ετυμολογική σημείωση:
όπως δείχνει το [v], η λέξη προέρχεται από το βενετ. (a)vèrto/-a (όμοιας σημασίας) και όχι από το ιταλ. aperto/-a

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.