αβέρτο (το) και ἀβέρτα (επίρρ.)
ελεύθερο, ανοιχτό. “Το σπίτι δεν το κόψαμε ακόμα σε κάμαρες, είναι όλο αβέρτο” – “μου κάμανε το χωράφι αβέρτο”.
Επίρρ.: αβέρτα = εντελώς ελεύθερα. “Στην γιορτή χόρεψαν όλοι αβέρτα”, “έφαγαν με την ψυχή τους, αβέρτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβέρτος -α -ο (Ἰ. aperto) = ἀνοικτός, ἐλεύθερος, ἀνεμπόδιστος.
Ἀβέρτα: /ἐπίρ./ (Ἰ. aperto) = ἀνοικτά, ἐλεύθερα, ἀφειδῶς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ἀβέρτο: ἀνοιχτό, ἐλεύθερο: «Τό σπίτι δέν τό κόψαμε ἀκόμα σέ κάμαρες, εἶναι ὅλο ἀβέρτο», (ΙΤ. aperto).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Ετυμολογική σημείωση:
όπως δείχνει το [v], η λέξη προέρχεται από το βενετ. (a)vèrto/-a (όμοιας σημασίας) και όχι από το ιταλ. aperto/-a
(Π.Γ. Κριμπάς)