αβασκαντήρα (η)
το μικρό χρωματιστό κοχύλι που κρεμιέται στο λαιμό, ως αποτρεπτικό του βασκάματος.
Βασκάνιον κατά τον Αριστοφάνη κ.α. “περίκεινται δε τοις τραχήλοις κογχία αντί βασκανίων” (Στρ. 16, 4, 17). Πολλοί αντί βασκαντήρας κρεμούσαν φυλαχτό, μια σακουλίτσα που έβαζαν μέσα λιβάνι, σκόρδο, κομμάτια από άμφια, τίμιο ξύλο, κομμάτια σκούπας, άνθη Επιταφίου, δενδρολίβανο κα.
Σε μερικά φυλαχτά, έβαναν και έβαναν και ένα ξόρκι, γραμμένο σε χαρτί “για προφύλαξη από κάθε κακόν και δαιμονικόν”. Αβασκαντήρες κρεμούσαν και σε ζώα, ιδίως στα άλογα.
Άγγελος Σικελιανός: Αλαφροΐσκιωτος III, 605: “Άτια Ιερά, ακατάλυτα σας κράτησε η μοίρα / στα μέτωπα τα ολόμαυρα / δένοντας, για τα βέβηλα / τα μάτια, μιαν ολόλευκη μεγάλη αβασκαντήρα!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβασκαντήρα: /ἡ/ = φυλακτὸν κατὰ τῆς βασκανείας καὶ ἰδίᾳ τὸ ὄστρακον «κυπραία».
βλ. και βασκαντήρα (η)