ἀβιζάρω
Ἀβιζάρω: (Ἰ. avvisare) = προειδοποιῶ, ἐντέλλομαι, παραγγέλλω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. καί αβεζάρω
Ετυμολογική σημείωση:
από το ιταλ. avvisare ή το βενετ. avisàr
(Π.Γ. Κριμπάς)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!