Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Λεξικό Χριστόφορου Λάζαρη

αβοκάτος (ο) ή ἀβο(υ)κάτος

δικηγόρος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβο(υ)κάτος:  /ὁ/ (Λ. advocatus, Ἰ. avvocato): δικηγόρος, συνήγορος, ἀντίκλητος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: το λευκ. αβο(υ)κάτος προέρχεται απευθείας από το ιταλ. ρήμα avvocato, το οποίο, με τη σειρά του, προέρχεται από το λατ. advocatus (Π.Γ. Κριμπάς)

αγ΄πάνου (επίρρ.)

από πάνω. “ο μπάρμπας μου έχει χωράφι αγπάνου απ΄το δικό μας” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγ(ου)πάνου:  (ἀπό, έπὶ- ἄνω) = ἀπὸ πάνω, ἐπάνω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: το [γ] πιθανότατα οφείλεται σε μια ακολουθία φωνολογικών φαινομένων και, συγκεκριμένα: αποβολή του πρώτου [p] λόγω . . . Περισσότερα

αγαλιάζω

ησυχάζω, είμαι ήρεμος, καθησυχάζω. “Αγαλιάστε παιδιά μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγαλιά(ζ)ω:  (ἀγαλλιάω -ῶ) = ἡσυχάζω, ἠρεμῶ, σιωπῶ (προστ. «ἀγάλια – ᾶτε). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: παρά τη φαινομενική του ομοιότητα με το αγαλλιάζω (< αρχ.ελλ. ἀγαλλιάω -ῶ), το λευκ. αγαλιάζω προέρχεται από . . . Περισσότερα

αγάνι (το)

τα γένια των δημητριακών. “Το σιτάρι αρχίζει να αγανιάζει”. Το αγάνι λέγεται και αθέρα (η). “Πήραμε ένα μάτσο στάχυα, (ψάνη), κάψαμε τα αγάνια του, τρίψαμε τα στάχυα, κατόπιν, και βγάλαμε τον μεστωμένο καρπό του σιταριού και τον φάγαμε”. (βλ. ψάνη) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγάνι:  /τό/ (ἄκανος, . . . Περισσότερα

αγανιά

απρεπής πράξη, υπερβολική κατακριτέα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγανιἁ:  /ἡ/ (ἄγαν, ἄγνυμι) = πρᾶξις ἐπίμεμπτος, ὑπερβολή, ἀπρέπεια. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: ίσως πρόκειται για ιδιωματικό τύπο του αβανιά (= συκοφαντία, κακοτυχία), το οποίο συνήθως (έτσι π.χ. το ΛΚΝ) ετυμολογείται, μέσω του μσν. αβάνης . . . Περισσότερα

αγανός (ο)

αραιός, απαλός. Λέγεται επί αραιών υφασμάτων ή και πλεκτών ακόμη, πρόχειρης κατασκευής. Λέμε: και σήτα αγανή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγανὸς -ὴ -ὸ:  (ἄκανος, ἄγνυμι) = τραχύς, ἀραιὸς εἰς τὴν ὕφανσιν, ὕφασμα ἤ πλεκτὸν ἀμφιβόλου τέχνης καὶ στερεότητος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Πλέει αγανά = . . . Περισσότερα

αγαντάρω

ναυτικός όρος = καταβάλλω κάθε προσπάθεια να πλησιάσω κάπου ή και να αποφύγω κάτι: “αγάντα τον κάβο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγαντάρω: (Ἰ. agguantare) = ἐντείνω τὰς δυνάμεις νὰ πλησιάσω ἤ ἀπομακρυνθῶ ἀπό τινος πράγματος (ναυτικὸς ὅρος). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αγάρα (η)

ασυνειδησία, πονηρή τακτική, ανειλικρίνεια, απάτη, φιλονικία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγάρα:  /ἡ/ (Ἰ. acciare) = ὑπεκφυγή, ἀνειλικρίνεια, ἐξαπάτησις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: Η αναγωγή στο ιτ. acciare είναι φωνολογικά και σημασιολογικά αδύνατη. Ωστόσο, ιδίως οι σημασίες «φιλονικία» (άρα «συμπλοκή, πιάσιμο στα χέρια») και . . . Περισσότερα

άγαρμπος (ο)

άκομψος, άχαρος, άσχημος. Αυτός που δεν έχει γάρμπος (κομψότητα). Λέμε: “άγαρμπο σπίτι”, “άγαρμπα ρούχα” αλλά και “του τα πες άγαρμπα”, “του φέρθηκες άγαρμπα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄγαρμπος -η -ο: (ἀ –  Ἰ. garbo) = ἄκομψος, ἀκαλαίσθητος, ἄσχημος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το . . . Περισσότερα

αγγελοκρούζω

προξενώ σε κάποιον πόνους  το παθητικό αγγελοκρούζομαι = φοβάμαι πολύ. “Μόλις τους είδα αγγελοκρούστικα”, εξού και η κατάρα, “μωρέ αγγελοκρουζμένο που ‘να μ΄ εύρει ο χρόνος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγγελοκρούζω:  (ἄγγελος – κρούω) = προκαλῶ δριμὺν καὶ αἰφνίδιον πόνον, αἰφνιδιάζω, τρομοκρατῶ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

αγδίζω

αισθάνομαι αηδή γεύση, τρώγοντας ή πίνοντας κάτι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγδίζω:  (ἀηδίζω) = αἰσθάνομαι γεῦσιν μεταλλικήν, ὑπόξεινον ἤ ἀηδῆ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: το [γ] οφείλεται σε τριβοποίηση του /i/ ως β’ μορίου της διφθόγγου [ai], χαρακτηριστικό που απαντά με πολύ περισσότερη . . . Περισσότερα

αγένωτος -η, -ο

άγουρος. “τα σύκα είναι ακόμα αγένωτα” – “το ψωμί είναι αγένωτο”, – “η σαρδέλα (της λάτας) είναι αγένωτη” κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγένωτος -η -ο:  (ἀ-γίγνομαι) = ἄωρος, ἀκατάλληλος ἀκόμη πρὸς χρῆσιν δι’ ἔλλειψιν ἐπαρκοῦς ἐπεξεργασίας (ζυμώσεως, ἁλατισμοῦ). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγένωτος § . . . Περισσότερα

αγερικό (το) ή αερικό

τα κάθε λογής δαιμονικά και ξωτικά. Λέμε: “τον χτύπησαν τα αγερικά και έπεσε του θανατά…” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγερ(ι)κὸ:  /τὸ/ (ἀὴρ) = κακοποιὸν πνεῦμα προσβάλλον αἰφνιδίως τὴν ὑγείαν (δεισιδαίμων πρόληψις αἰτιολογοῦσα βαρείας τινὰς παθήσεις ὡς τὴν ἀφασίαν, ἴλιγγον, παραλήρημα κ.τ.τ.). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης . . . Περισσότερα

αγερισά (η)

η εξαφάνιση κάποιου χωρίς λόγο, ξαφνικά. “Πάει στ’ ν’ αγερ(ι)σά” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγερ(ι)σὰ: /ἡ/ (ἀ-γυρόω) = ἀναχώρησις ἀνεπίστρεπτος, ἐξαφάνισις. «πάει στν ἀγερσά». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το αγέρας  (για ετυμολογία βλ.λ. αγερικό) (Π.Γ. Κριμπάς)

αγιομαυρίτης -ισσα

ο κάτοικος της Αγίας Μαύρας (Λευκάδα). βλέπε “μπουρανέλλος” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἁγιομαυρίτ(η)ς -σα:  = ὁ ἐκ τῆς πόλεως Ἁγίας Μαύρας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αγιούλι (το)

το φυτό ίον το εύοσμον. Δημοτικό τραγούδι: “αγιούλια είν΄τα μαλάκια σου κι όθε και αν πας μυρίζουν όθε περάσεις και σταθείς, αντρόγενα χωρίζουν” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Άγιοῦλι:  /τὸ/ = ἴον, μανουσάκι, μενεξές. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγιοῦλλι § τὸ ἴον. Σημ. Ἐγένετο ἐκ τοῦ . . . Περισσότερα

αγιουλιά (η)

το φυτό που παράγει τ’ αγιούλια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγιουλιὰ:  /ἡ/ = τὸ φυτὸν ποὺ παράγει τὸ «ἀγιούλι». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: από το αγιούλι (βλ.λ.) + -ι-ά (δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής ουσιαστικών που δηλώνουν φυτά, πβ. ροδακινιά, αμυγδαλιά κ.ά.) (Π.Γ. Κριμπάς)

ἀγιοῦτο (ἀϊοῦτο)

αγιούτο = βοήθεια. “δώστε του ένα αγιούτο να ξελασπώσει το κάρο” – “δώστε του ένα αγιούτο μη λάχει και αλλάξει δρόμο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγιοῦτο (ἀϊοῦτο):  /τὸ/ (Ί. aiuto) = αὐτοπρόσωπος καὶ ἄμεσος βοήθεια, συναρωγή, ἐνίσχυσις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αγκαθός (ο)

κομμάτι καρβελιού, αγκαθωτό και από γωνία. “φάγε αγκαθό να σ’ αγαπάει η πεθερά σου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκαθὸς:  /ὁ/ (ἀ – κανθός, ἄκανθα) = τεμάχιον ἄρτου «καρβελιοῦ» κοπτόμενον ἐλλειψοειδῶς ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴν περιφέρειαν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Από την αρχαία λέξη κανθός με . . . Περισσότερα

ἀγκαστριὰ

Ἀγκαστριὰ:  /ἡ/ (ἐν-γαστὴρ) = ἐγκυμοσύνη, κυοφορία. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: όχι απευθείας από το ἐν + γαστὴρ, αλλά από το ρήμα αγκαστρώνω (βλ.λ.) + –ιά (δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής ουσιαστικών, πβ. πετριά, ψαριά κ.ά.) (Π.Γ. Κριμπάς)

ἀγκαστρώνω

Ἀγκαστρώνω:  (ἐν-γαστήρ, γαστρόω) = γονιμοποιῶ θῆλυ (τὸ κάμνω ἔγκυον). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγγαστρόνω § ἔγγυον ποιῶ. Κ.Ν. Σημ. Ἐκ τοῦ ἐγγαστρόω (Σύλλ. Ι. ΙΙ.). Ὁ Βυζάντιος γράφει ἐγγαστρόνω καὶ Γκαστρόνω. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου Ετυμολογική σημείωση: το αγκαστρώνω δεν προήλθε απευθείας από το ἐν + γαστὴρ, ούτε από . . . Περισσότερα

ἀγκελοκρούζω

Ἀγκελοκρούζω:  (ἀκίς, ἀγκύλη) = πλήσσω διὰ νύσσοντος ὀργάνου, κεντρίζω μὲ βελόνην, ἄκανθαν κ.τ.ὅ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: η ορθογράφηση αγκελοκρούζω φαίνεται να οφείλεται σε παρετυμολόγηση του Λάζαρη με αφετηρία το λευκ. ρήμα αγκελώνω (< αγκυλώνω < αγκύλη), βλ.λ. αγγελοκρούζω και τα παράγωγά του, άρα δεν έχει καμία . . . Περισσότερα

αγκερίδι (το)

μικρή βελόνα πλεξίματος με αγκιστροειδή άκρη (αιχμή). Με το αγκερίδι, πλέκουν δαντέλες, μπέρτες κ.α. πλεκτά ενδύματα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκερίδι:  /τὸ/ (ἀγκυρίδιον) = βελονάκι κεντήματος μὲ κυρτὴν αἰχμήν. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀγκερίδι = βελονάκι κεντήματος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

αγκίδα (η)

βελονοειδής, μικρή σκίζα ξύλου που απρόβλεπτα μας τραυματίζει. “μου τρύπησε το δάχτυλο μια αγκίδα στο πάτωμα” Μεταφορικά: ο πονηρός, ύπουλος και ραδιούργος, που μας ρίχνει σε έριδες. “είναι κακή αγκίδα ελόγου του”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκίδα:  /ἡ/ (ἀκίς) = ἄκανθα, αὶχμή, ἄνθρωπος ραδιοῦργος προκαλῶν διενέξεις. . . . Περισσότερα

αγκλέορας (ο)

το καλαμοειδές φυτό ελλέβορος. Απ΄τα σπέρματα του, παρασκεύαζαν παλιότερα καθαρτικό. Λέγεται κοινώς γαλατσίδα και σκάρφη. “ο ελλεβόρος λέγεται και σκάρφη” (Από παλιό γιατροσόφι). Στην Λευκάδα λέγεται και υβριστικά πχ. “δεν βγάνεις τον αγκλέορα;” , “έφαγες τον αγκλέορα”. Κατάρα: “να βγάλεις τον αγκλέορα, Παναγιά μου” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

αγκλιδέρα (η)

μακρύ ξύλο σαν λούρος με άγκιστρο στο πίσω χοντρότερο μέρος, φυσικό ή τεχνικό, που με αυτό κατά τον κλάδο τραβούσαν απ΄ της ελιές ή άλλα καρποφόρα δέντρα τα ξερόκλαδα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκλιδέρα:  /ἡ/ (ἀγκύλη) = μακρὰ εὔκαμπτος ράβδος μὲ ἄγκιστρον διακλαδισμοῦ παρὰ τὴν λαβὴν . . . Περισσότερα

αγκλίτσα ή γκλίτσα (η)

ποιμενική ράβδος, με πρόσθετη τεχνητή, (σκαλιστή) λαβή,  κεφαλή την οποία ο βοσκός συχνά χρησιμοποιούσε, αντιστρέφοντας την γκλίτσα, να πιάνει από το πόδι τα ζώα που απομακρύνονταν από το κοπάδι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκλίτσα:  /ἡ/ (ἀγκύλη) = ποιμενικὴ ράβδος μὲ πρόσθετον τεχνικὸν ἄγγιστρον κατὰ τὴν λαβὴν . . . Περισσότερα

αγκομαχητό (το)

άγχος, λαχάνιασμα. “ανέβηκα όλον αυτόν τον ανήφορο και αγκομάχησα, ως που να βγω στην κορυφή”. Ο βαρύς μόχθος προκαλεί, αγκομαχητό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκομαχ(η)τὸ:  /τὸ/ (ὄγκος, ἄγχος- μάχη, μυχὸς) = ἆσθμα, πνευστασμὸς ἀτόμου προσφάτως τρέξαντος ἤ βαρέως μοχθήσαντος, λαχάνιασμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αγκομαχώ

ασθμαίνω, λαχανιάζω, αλλά και στενοχωριέμαι υπερβολικά και πάσχω πως θα τα βγάλω πέρα με τόσα βάσανα που έχω. Αγκομαχούν και τα ζώα: “το βόδι μας αγκομαχάει” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκομαχάω:  (ὄγκος, ἄγχος- μάχη, μυχὸς) = πνευστιῶ, ἀσθμαίνω, λαχανιάζω συνεπείᾳ ἐπιμόχθου προσπαθείας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

άγκουρα (η)

η άγκυρα πλοίου, βάρκας κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄγκουρα /ἡ/ (ἄγκυρα, Ἰ. ancora) = ἄγκυρα πλοίου ἤ ἐφολκίου. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ετυμολογική σημείωση: κατά τη γνώμη μου, η ετυμολόγηση του Λάζαρη, που ανάγει τη λέξη (ως αντιδάνειο) στο ιταλ. ancora (λατ. ancora < . . . Περισσότερα