Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

α-κόντο

η καταβολή έναντι χρέους λογαριασμού, έναντι δόσης.
Σε χργρ. (λογαριασμός εσόδων-εξόδων) του 1744 κατοίκου της Χώρας διαβάζομε: “έδοσα ακόντο δια την ρόγα (=μισθός υπηρέτη) της αυτής (δουλεύτρα) μονέδα …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀκόντο:  (Ἰ. acconto) = ἐπὶ λογαριασμῷ, προσθέτως.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.