α-κόντο
η καταβολή έναντι χρέους λογαριασμού, έναντι δόσης.
Σε χργρ. (λογαριασμός εσόδων-εξόδων) του 1744 κατοίκου της Χώρας διαβάζομε: “έδοσα ακόντο δια την ρόγα (=μισθός υπηρέτη) της αυτής (δουλεύτρα) μονέδα …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀκόντο: (Ἰ. acconto) = ἐπὶ λογαριασμῷ, προσθέτως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης