Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πατητήρα ( ή πατήρα)

το πατητήρι των σταφυλιών κατά τον τρύγο.
Η πατητήρα έχει σχήμα τραπεζίου με το πλατύ μέρος προς τ΄ απάνω ανοιχτό. Η βάση της στηρίζεται σε δύο παράλληλα μακριά και γερά δοκάρια, τα λεγόμενα μπρατσόλια, που ακουμπούν στερεά στα χείλη της κάδης που είναι από κάτω από την πατητήρα και αποτελεί το αξεχώριστο συμπλήρωμά της. Τα σταφύλια ρίχνονται στην πατητήρα όπου τα πατεί ο ξυπόλητος πατητής κι όταν στιφτούν καλά, τα αδειάζει στην καδή
ανοίγοντας την πορτούλα που έχει στον πυθμένα της η πατητήρα. Οι πατητήρες είναι ξύλινες ή βέργινες.
Σε καταγρ. του 1724, Νο 49 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “και μια πατητήρα με βέργες” (Γεωργικά της Λευκάδας, σελ. 124).
Άγγ. Σικελιανός, Αλφρ. ΙΙΙ, στ. 760: “Κι εγώ θα μπω χαράματα / ψηλά στην πατητήτηρα / και θα πατήσω με γυμνό ποδάρι τ΄ αγριοστάφυλα …”.
1745: χργρ. κατάστιχο (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας): “Του αγωγιάτη που εκουβάληγε τα σταφύλια λ. 10 – του πατητή που τα επάτησε λ. 13”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πατ(η)τῆρα /ἡ/ (πατέω -ῶ) = τὸ πατητῆρι τῶν σταφυλῶν (κάδος μὲ δύο παραλλήλους δοκίδας κάτωθεν τοῦ πυθμένος).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.