α(γ)πανωθιός (ἀπανωθιὸ(ς)) (επίρρ.)
- επάνω, από πάνω του στέκει με πολλή στοργή και ελπίδα
- εκείνος που φορτικότατα, ενοχλητικά στέκει δίπλα (πάνω) από τον άλλο. “Πήγαινε, παιδάκι μου, και λίγο πιο πέρα, τι στέκεσαι αγπανωθιός μου!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπανωθιὸ(ς): /ἐπίρ./ = ἐπάνωθεν, μετὰ στοργῆς, τὸ προστατεύειν τινὰ μετ’ ἀδιαπτώτου ἐνδιαφέροντος «στέκει ἀπανωθιός του!».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μ΄απάνωθέ μου, από πάνω μου. Η λέξη στο Βηλαρά είναι απανωθιό (χωρίς ς).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ετυμολογική σημείωση:
Το μόρφημα –θιό(ς), το οποίο υπάρχει στην κερκυραϊκή γεωγραφική γλωσσική ποικιλία, καθώς σε πολλές κρητικές τέτοιες, προέρχεται πράγματι από το αρχ. ελλ. –θεν (πβ. ανέκαθεν).
το [γ] πιθανότατα οφείλεται σε μια ακολουθία φωνολογικών φαινομένων και, συγκεκριμένα: αποβολή του πρώτου [p] λόγω ανομοίωσης με το
επόμενο [p], ύστερα ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [γ] για αποφυγή χασμωδίας και, τέλος, αποβολή του μεσοσυμφωνικού άτονου [u], τ.έ. απουπάνου
[apu’panu] > [au’panu] > [aγu’panu] > [aγ’panu]
(Π.Γ. Κριμπάς)