αβανταγκιόζος (ο)
ωφέλιμος, χρήσιμος, πλεονεκτικός
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβανταγκιόζος -α -ο: (Ἰ. avvantagiuso) = ἐπωφελής, ἐπικερδής, πλεονεκτικός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογικό σχόλιο:
Ο ορθός τύπος της ιταλικής λέξης είναι avvantagioso και όχι *avvantagiuso που αναφέρει ο Χ. Λάζαρης
(Π.Γ. Κριμπάς)