αβεντόρος (ο)
ο βοηθός λιτρουβιάρης στα χωριά του νησιού. “Τον έχω αβεντόρο μου…”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀβεντόρος: /ὁ/ = (Ἰ. avventore) = ὁ πρόσθετος ἑκάστοτε βοηθὸς τῶν ἐλαιοτριβέων εἰς τὰ χωρία (συνήθως εἷς ἐκ τῶν ἀρρένων τῆς οἰκογενείας ποὺ προσκομίζει ἐλαιοκαρπὸν πρὸς ἔκθλιψιν).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
πελάτης
Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας
Ετυμολογική σημείωση:
το ιταλ. avventore σημαίνει κυριολεκτικά «πελάτης, θαμώνας»
(Π.Γ. Κριμπάς)