Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Π

παλουκόφραχτη (η)

φράχτης με παλούκια και στα ενδιάμεσα με θαμνόκλαδα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παλ(ου)κόφραχτη /ἡ/ (Ἰ. paloccio-φράχτης) = φράκτης ἐκ πασσάλων καὶ φρυγάνων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

παλούμπα (η)

είδος Χριστόψωμου μικρού μεγέθους, άλλως βλάχα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παλούμπα = ἐπίμηκες ἀρτοσκεύασμα μέ διάφορα σχέδια ἐκ ζύμης πού φτιάχνουν τά Χριστούγεννα γιά τά κορίτσια. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής βλ. και μπαλούμπα (η)

πάνα (η)

χοντρό μπαμπακερό πανί δεμένο στην άκρη ραβδιού, για το σκούπισμα του φούρνου – αφαίρεση στάχτης και άλλων καταλοίπων της φωτιάς – πριν φουρνίσουν το ψωμί. κομμάτι υφάσματος που τοποθετείται στα βρέφη για να μη “βρέχουν” με τα ούρα τους εκείνον που τα κρατεί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης . . . Περισσότερα

πανάδα (η)

ξερά κομμάτια ψωμιού μαγειρεμένα: μούσκευαν ελαφρά το ψωμί, το ΄ριχναν στη πινιάτα χωμένο στο νερό, κι όταν έπαιρνε “βράση”, έριχναν μέσα λίγο ντοματοπολτό, κρεμμύδι, πιπέρι, αλάτι και τα ΄φηναν “να γίνει”. Ύστερα το κένωναν στα πιάτα και το ΄τρωγαν με πολύ ψωμί. Η πανάδα μοιάζει με το “αγιοζούμιν” των βυζαντινών . . . Περισσότερα

πανέλι

Πανέλι /τὸ/ (Ἰ. piana -ello) = κινητὴ σανὶς τοῦ ἐσωτερικοῦ πυθμένος ἐφολκίου.

πανηγύρι (το)

η ονομαστική εορτή, κυρίως των ανδρών, που ούτως ή άλλως τη θεωρούσαν πολύ πιο σημαντική από των γυναικών

πανὶ

Πανὶ § ὕφασμα, ὀθώνη. Φ. ἔγινε ’σὰν τὸ πανὶ = ἐφοβήθη. Σημ. Ἡ λέξις ἐὰν δὲν εἶναι ἔκφυλος (ἐκ τοῦ Ἰταλ. pano) πιθανῶς νὰ παρήχθη ἐκ τοῦ Πηνίου, ὡς λέγει καὶ ὁ Δάρβ. (γραμμ. σ. 415). Ὁ Βυζ. ἀγνοεῖ τὴν φράσιν ταύτην.

πανιάζω

κιτρινίζω, χλομιάζω, τα χάνω αιφνιδίως αλλάζοντας κι το χρώμα του προσώπου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πανιάζω (πηνίον, πανὶ) = παίρνω τὸ χρῶμα τοῦ πανίου, χλωμιάζω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Πανιάζω § Μέσ. Φοβοῦμαι, ὠχριῶ. Σημ. ἰδ. Πανί.

πανίζω

σαρώνω τις πλάκες του φούρνου με την πάνα, αφαιρώντας εντελώς τη στάχτη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πανίζω (βλ. λ. «πάνα») = σαρώνω τὴν στάκτην τοῦ φούρνου μὲ τὴν πάναν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Πανίζω = σκουπίζω τό φοῦρνο μετά τό κάψιμο γιά τό ρίξιμο τοῦ ψωμιοῦ. . . . Περισσότερα

πανιόλο (το)

κομμάτι σανίδας στον πυθμένα της βάρκας και του πριαριού Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πανιόλο /τὸ/ (Ἰ. palliare, pagliuolo) = δοκάρι, σανὶς ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ πυθμένος πλοιαρίου ἢ λέμβου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης πανιόλο (τό): κομμάτι σανίδας στό ἐσωτερικό τοῦ πυθμένα πλοίου ἤ βάρκας. Πίνακας γιά οἰκοδομικούς . . . Περισσότερα

πάντ(ου)ρος -η -ο

Πάντ(ου)ρος -η -ο (πᾶν-δείρω, πανδούριον, παντούρωμα) = ψυχρός, παγερός, σκυθρωπός, ἀσυγκίνητος, ἄχαρις: «κρῦος καὶ πάντουρος!».

πάντα (η)

κεντημένο ύφασμα που καρφώνεται στον τοίχο σε ορισμένα – και από πριν προσδιορισμένα – μέρη: πάνω από καναπέδες (στις πλάτες), κομμούς, κασέλλες, κρεβάτια, κ.ά. Οι οθόνες αυτές είναι πάντα κεντημένες με πολύχρωμες κλωστές. Κεντούν ποικιλία θεμάτων: σκηνές της καθημερινής ζωής, θέματα από τη φύση, άνθη και σκηνές φανταστικές ή από . . . Περισσότερα

πάντα κι άλλ΄

χαιρετισμός οικειότητας και αστεϊσμού που απευθύνεται σε ανθρώπους αμφίπλευρα καθισμένους σε καφενείο ή αυλή. Π.χ. Καλημέρα σ΄ όλους δεξιά κι αριστερά, στη μια και στην πάντα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πάντα κι’ ἄλλη (Ἰ. banda) = ἐπὶ τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης πλευρᾶς, ἀμφιπλεύρως, ἀπὸ τῆς μιᾶς . . . Περισσότερα

παντίδος (ο)

ο φυγόδικος, ο καταζητούμενος για κάποιο σοβαρό -συνήθως – αδίκημα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παντίδος -α -ο (Ἰ. bandito) = φυγόδικος, λῃστής, ἐξόριστος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Για ένα άτομο (παιδί συνήθως), που το σκάει από το σπίτι και γυρίζει εδώ κι εκεί, λέμε στο . . . Περισσότερα

παντιέρα (η)

σημαία, μπαϊράκι. “Σηκώνω παντιέρα” = επαναστατώ. φράση: “η παιδοπούλα μας, η καλον΄νοικοκυρά εσήκωσε παντιέρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παντιέρα /ἡ/ (Ἰ. bandiera) = σημαία, λάβαρον, μπαϊράκι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

παντομίμα (η)

συνεννόηση με νοήματα, κινήσεις χεριών κ.λπ. επικερδής επιτυχία, κατόρθωμα κάποιου αναπάντεχο. “Αυτό που κατόρθωσε αυτός ο άνθρωπος είναι μεγάλη παντομίμα” ή “αυτό είναι παντομίμα απ΄ τ΄ Άγραφα” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παντομίμα /ἡ/ (παντόμιμος -ησις) = ἀπομίμησις, μιμική, συνεννόησις διὰ νευμάτων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

παντοχὴ

Παντοχὴ /ἡ/ (ὑπὸ-ἐν-τυγχάνω) = ἀναμονή, προσδοκία, ἐλπίς. βλ. Ἀπαντοχὴ

παντοχιά (η)

Απόσπασμα από βόα μεγανησιώτικη “… Κι όταν θα με περάσουνε από τη γειτονιά σου, σκούξε και βγάλε μια φωνή, πάει η παντοχιά σου…” Μπολίτσα στο χρόνο βλ. και απαντοχή

πάντρεμα (της φωτιάς)

εκτός από την παγκοίνως γνωστή της έννοια, η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά σε ποικίλες περιπτώσεις καθημερινής ζωής. Λέμε. π.χ.: “Πήρα ένα κιλό τράγιο και το πάντρεψα με κάμποσο χοιρινό κι έκαμα μια ωραία σούπα” – “Επάντρεψα αχλαδιά με μηλιά”, δηλ. κέντρωσα την αχλαδιά με μάτι μηλιάς. Εθιμικά: παντρεύομε τη φωτιά = . . . Περισσότερα

πάντσα

Πάντσα /ἡ/ (Ἰ. pancia) = γαστήρ, κοιλία, τὸ δέρμα τῆς κοιλίας ζῴου.

παντσέλι

Παντσέλι /τὸ/ (Ἰ. panco -ello, pancocello) = προσκήνιον, δημοσιότης ἐμφανίσεως, ἀκροβασία ἐπισφαλής. «ἐβῆκε στὸ παντσέλι».

παντυχαίνω

περιμένω, ελπίζω. φράση:”δεν το παντύχαινα τέτοιο πράμα” – “άλλο παντυχαίνεις κι άλλο σου ΄ρχεται”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παντυχαίνω (ὑπὸ-ἐν-τυγχάνω) = ἀναμένω, προσδοκῶ, ἐλπίζω, συναντῶ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

πανώρια

Πανώρια § ὡραιοτάτη. Σημ. Ἐκ τοῦ παν-ὡραία· ἡ λ. εὔχρ. παρὰ τοῖς χωρικοῖς.

παξημάδι

Παξημάδι § ὁ διάπυρος ἄρτος, ὅστις καὶ ἄλλως παξουμάδι λέγεται. ΚΝ. Σημ. Παρὰ Σουΐδᾳ εὔρηται «Παξαμᾶς, ὁ διάπυρος ἄρτος· ἔςι δὲ ἡ λέξις Ῥωμαἰκὴ (ἐν λ.)».

πάπα (η)

η ασκοειδής διαστολή του οισοφάγου των πουλερικών, όπου παραμένουν οι τροφές για επεξεργασία πριν περάσουν στο στομάχι. φράση: “Να τσωπάσ΄ η πάπά σ΄” λέμε όταν κάποιος μας λέει να σωπάσουμε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πάπα /ἡ/ (Ἰ. pappare) = ὁ πρόλοβος τῶν πουλερικῶν, ἡ μάπα, ἡ σγάρα, . . . Περισσότερα