Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Π

παγίδια (τα)

μέρος του ξύλινου σκελετού στο σαμάρι των υποζυγίων. Είναι οριζόντια, επιμήκη σανίδια, τρία από κάθε πλευρά, που μπήγονται στα δυο πεταλοειδή  ξύλα-πλαίσια, που βρίσκονται, το ένα (το μεγαλύτερο) στο πίσω μέρος του σαμαριού και τ’  άλλο (το μικρότερο) στο μπροστινό. Το πίσω ξύλο δεν είναι ατόφιο, σ΄ αντίθεση με το . . . Περισσότερα

πάγκα (η)

μεγάλος πάγκος ή απλό σανίδωμα, όπου οι έμποροι τοποθετούν το εμπόρευμα που πουλούν. το ταμείο, η τράπεζα, το αμοιβαίο χρηματικό ποσό που βάνουν οι παίχτες στα χαρτοπαίγνια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πάγκα /ἡ/ (Ἰ. panca) = σανίδωμα ἐκθέσεως ἐμπορευμάτων (Ἰ. banca) = τράπεζα, ταμεῖον, χρηματικὸν ἀπόθεμα. Τα . . . Περισσότερα

παγκάρι (το)

εκκλησιαστικό έπιπλο που τοποθετείται δεξιά της δυτικής εισόδου του ναού. Εκεί στέκονται οι επίτροποι της εκκλησίας.

πάγκος

Πάγκος /ὁ/ (Ἰ. banco) = τραπέζι, σελμὸς ἐφολκίου, ἐπίπεδος ὕφαλος.

παγκούε (επίρρ.)

τα μετρητά, πωλώ τοις μετρητοίς Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παγκοῦε /ἐπίρ./ (Ἰ. pagare) = μετρητοῖς, ἐπὶ πληρωμῇ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

πάγουρας (ο)

ο κάβουρας ή καβούρι -ια και παγούρια. Τα καβούρια ζουν σε αβαθή νερά των θαλασσών και κυρίως στα βράχια, όπου έχουν τις τρύπες τους. Είναι γνωστός ο κάβουρας από την αρχαιότητα. Ένα είδος πάγουρα αναφέρει ο Αριστοτέλης στους ” Ιππεις”, 606: “ήσθιον δε τούς παγούρους”. Παροιμίες: “Ο κάβουρας στην τρύπα του, κανένα . . . Περισσότερα

πάγρα (η)

δροσόπαγο, η πάχνη, παγωνιά. Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. ΙΙΙ, 735: “… Να ο αμπελώνας γύρα  μου / που οι ρώγες του ελαγάριζαν στην πάγρα βυθισμένες …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πάγρα /ἡ/ (πάγος) = παγωμένη δρόσος, παγωνιά, κρῦο. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

παγυρίτσιο

Παγυρίτσιο = στρῶμα ἀπό λεπτά φύλλα καρποῦ τοῦ καλαμποκιοῦ, πού τοποθετεῖται κάτω ἀπό τό στρῶμα, γιά μεγαλύτερη μαλακωσιά.

παδέλα (η)

μαγειρικό σκεύος (χύτρα) πήλινο, χάλκινο ή μαντεμίσιο, λέγεται και π(ι)νιάτα και κατσαρόλα. Κανονικά, παραδοσιακά, παδέλα έλεγαν μόνο την πήλινη. Οι παδέλες είχαν και χερούλια, “ατροφικά”, σαν μικρά αυτιά, οι πήλινες, και κανονικά χερούλια οι άλλες. Πάντως όλες είχαν το καπάκι τους, εκτός από τις πήλινες. Οι πινιάτες είναι γνωστές από . . . Περισσότερα

παδελούλα

η πινιατούλα, η μικρή παδέλα Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

παδίρω και παδέρνω

υποφέρω, έχω ανάγκη. φράσεις: “παδίρομε από νερό” – από ψωμί δεν παδίρω, από γεια παδίρω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παδίρω (Ἰ. patire) = πάσχω, ὑποφέρω, δεινοπαθῶ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Παδέρνω = πάσχω, ὑποφέρω ἀπό κάτι, ἤ γιά κάτι, δέν παδέρνω ἀπό λεφτά (δέν πάσχω γιά . . . Περισσότερα

παδουβάνα (η)

είδος υφάσματος ή φορέματος που προέρχεται από την Πάντοβα της Ιταλίας: “ποδιά ρούχινη παδουβάνα κόκκινη” ( Η λαϊκή φορεσιά της Λευκάδας, σελ. 154).

παερίτσο

αυτοσχέδιο κρεβάτι που το έφτιαχναν στις μπαράκες ή καλύβες στον κάμπο. Το έστρωναν με μυρτιές και ψάθες. βλ. και παερίτσι

παθιακά (τα)

στον πληθ.: Τα βάσανα, η τυραγνία, η δυστυχία. “Ετράβηξα όλα τα παθιακά της μοίρας μου”.

παθὸς

Παθὸς /ὁ/ (παθὼν) = ὁ ὑποστὰς παθήματα, ὁ πολύπειρος «ὁ παθὸς εἶναι μαθός».

παθούκλι (το)

το πάθος, η αιτία που με καταθλίβει Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παθοῦκλι /τὸ/ = πάθος, νόσημα, αἰτία θλίψεως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

παιδοκομάω

κάνω παιδιά, ανατρέφω παιδιά. φράσεις: “κοντεύει να πενηνταρίσει και παιδοκομάει ακόμα” – “Μπα, ξ΄τιανή μ΄, κειο γέρασε και παιδοκομάει ακόμα;”

παιδοκούτσουλο (το)

πολλά παιδιά μαζεμένα. “Εμαζώχ΄κε όλο και το παιδοκούτσουλο της γειτονιάς” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παιδοκούτσ(ου)λο /τὸ/ (παιδίον, Ἰ. cucciolo) = πλῆθος νηπίων, νήπιον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

παιδολάσι

Παιδολάσι /τὸ/ (παιδίον, ἔλασις, Ἰ. lassare, lassa) = πλῆθος ἀσυνοδεύτων παιδίων.

παίρνομαι

Παίρνομαι (ἐπαίρομαι) = παραλαμβάνομαι, συνάπτομαι διὰ γάμου. (παρίημι, πάρεσις) = ὑφίσταμαι πάρεσιν, παραλύω.